Boeing

Boeing
Η Boeing Company είναι αμερικάνικη πολυεθνική εταιρεία, η οποία σχεδιάζει, κατασκευάζει και πωλεί αεροπλάνα, ελικόπτερα, πυραύλους και δορυφόρους.

Τον Μάρτιο του 1910, ο Ουίλιαμ Ε. Μπόινγκ αγόρασε στο Σιάτλ το ναυπηγείο Heath στον ποταμό Duwamish, το οποίο αργότερα έγινε το πρώτο του εργοστάσιο αεροπλάνων. Η εταιρία Boeing εγκαταστάθηκε στο Σιάτλ από τον Ουίλιαμ Μπόινγκ, στις 15 Ιουλίου 1916, με την ονομασία “Pacific Aero Products Co.” Αργότερα η εταιρία εγκαταστάθηκε στο Ντελαγουέρ. Ο Boeing, ο οποίος είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, δούλευε αρχικά στη βιομηχανία ξυλίας, όπου έγινε πλούσιος και έμαθε για τις ξύλινες κατασκευές. Αυτή η γνώση αποδείχθηκε ανεκτίμητη για τους σχεδιασμούς και τις συναρμολογήσεις των αεροπλάνων. Η εταιρία παρέμεινε στο Σιάτλ για να εκμεταλλευτεί την τοπική παραγωγή ξυλείας ελάτου.

Ο Ουίλιαμ Μπόινγκ ίδρυσε την εταιρία του λίγους μήνες μετά την παρθενική πτήση ενός από των δύο υδροπλάνων “B&W” στις 15 Ιουνίου, τα οποία τα κατασκεύασε με την βοήθεια του George Conrad Westervelt, μηχανικού του πολεμικού ναυτικού των Η.Π.Α. Ο Μπόινγκ και ο Westervelt αποφάσισαν να κατασκευάσουν το υδροπλάνο B&W αφού είχαν πετάξει με ένα αεροσκάφος Curtiss. O Boeing αγόρασε ένα υδροπλάνο Glenn Martin “Flying Birdcage” και έμαθε να πετάει από τον ίδιο τον Glenn Martin. Σύντομα, ο Μπόινγκ συνέτριψε το αεροπλάνο του και πληροφορήθηκε από τον Martin ότι τα ανταλλακτικά δεν θα ήταν διαθέσιμα για μερικούς μήνες. Έτσι, συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να κατασκευάσει το δικό του αεροπλάνο σε ένα τέτοιο χρονικό διάστημα. Αυτός και ο φίλος του Cdr. G.C. Westervelt συμφώνησαν να κατασκευάσουν ένα καλύτερο αεροπλάνο και σύντομα άρχισαν να παράγουν το B&W υδροπλάνο. Τα πρώτα αυτά αεροπλάνα της Boeing συγκεντρώθηκαν σε μία αποθήκη για αεροπλάνα βορειοανατολικά της λίμνης Γιούνιον του Σιάτλ.

Στις 9 Μαΐου 1917, η εταιρία μετονομάστηκε σε “Boeing Airplane Company”. Στα τέλη του 1917, οι Η.Π.Α εισήλθαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Μπόινγκ ήξερε ότι το Ναυτικό των Η.Π.Α χρειαζόταν υδροπλάνα για εκπαίδευση. Γι΄ αυτόν τον λόγο, ο Boeing έστειλε δύο υδροπλάνα “Cs” στην Πενσακόλα της Φλόριντα για το Ναυτικό. Τα υδροπλάνα άρεσαν τόσο πολύ στο Ναυτικό, το οποίο παρήγγειλε ακόμα πενήντα. Η εταιρία μετακίνησε τις επιχειρήσεις της σε μεγαλύτερες εγκαταστάσεις γνωστές ως Boeing Plant 1, στον ποταμό Duwamish.

Όταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε, μια μεγάλη ποσότητα φθηνών, μεταχειρισμένων στρατιωτικών αεροπλάνων γέμισε την αγορά αεροπλάνων. Αυτό, εμπόδισε τις εταιρίες αεροσκαφών, όπως την Boeing να πουλήσουν καινούρια αεροπλάνα. Εξαιτίας αυτού, πολλές εταιρίες κατασκευής αεροπλάνων έκλεισαν, ενώ κάποιες άλλες, συμπεριλαμβανομένης και της Boeing άρχισαν να κατασκευάζουν άλλα προϊόντα. Η Boeing, άρχισε να κατασκευάζει έπιπλα, μετρητές και βάρκες.

Το 1919 το αεροπλάνο Boeing B-1 έκανε την πρώτη του πτήση. Ήταν μία “ιπτάμενη βάρκα” (flying boat) που είχε χώρο μόνο για έναν πιλότο, δύο επιβάτες και για την μεταφορά της αλληλογραφίας. Κατά την διάρκεια οχτώ χρόνων έκανε διεθνές αεροπορικές πτήσεις από το Σιάτλ στην Βικτωρία. Στις 24 Μαΐου 1920, το μοντέλο Boeing Model 8 έκανε την πρώτη του πτήση και ήταν το πρώτο αεροπλάνο το οποίο πέταξε πάνω από το Όρος Ρενιέρ.

Το 1923, ο Μπόινγκ πήρε μέρος σε ένα διαγωνισμό εναντίον του Κέρτις για ένα συμβόλαιο με τις αεροπορικές υπηρεσίες των Η.Π.Α (U.S. Army Air Service), για το ποιος θα αναπτύξει πρώτος ένα καταδιωκτικό αεροπλάνο. Παρόλο που ο Κέρτις σχεδίασε πρώτος το αεροπλάνο και του δόθηκε το συμβόλαιο, ο Boeing συνέχισε να αναπτύσσει το μαχητικό του PW-9. Αυτό το αεροπλάνο μαζί με το μαχητικό Boeing P-12/ F4B fighter, έκανε τον Boeing έναν από τους κορυφαίους κατασκευαστές μαχητικών αεροσκαφών κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας.

Το 1925, ο Μπόινγκ κατασκεύασε το μοντέλο 40, το οποίο ήταν ένα αεροπλάνο αλληλογραφίας, σχεδιασμένο για την κυβέρνηση των Η.Π.Α. Το 1927, κατασκευάστηκε μία βελτιωμένη έκδοση του αεροπλάνου, το μοντέλο 40A, το οποίο κέρδισε ένα συμβόλαιο από το γραφείο αλληλογραφίας των Η.Π.Α (U.S. Post Office) για να διανέμει την αλληλογραφία από το Σαν Φρανσίσκο στο Σικάγο. Το 40A είχε, επίσης, χώρο για δύο επιβάτες.

Την ίδια χρονιά, o Μπόινγκ δημιούργησε μία αερογραμμή, την (Boeing Air Transport), η οποία συγχωνεύθηκε με την Pacific Air Transport και την Boeing Airplane Company. Η πρώτη πτήση μεταφοράς αλληλογραφίας έγινε την 1 Ιουλίου 1927. Η εταιρία αυτή, το 1929, μετονομάστηκε σε United Aircraft and Transport Corporation. Το 1930 αγόρασε και την εταιρία National Air Transport.

Στις 27 Ιουλίου 1928, το δωδεκαθέσιο διπλάνο Boeing 80 έκανε την πρώτη του πτήση. Με τρεις μηχανές, ήταν το πρώτο αεροσκάφος του Boeing κατασκευασμένο για μοναδικό σκοπό την μεταφορά επιβατών. Μια αναβαθμισμένη έκδοση, το Boeing 80A, με δυνατότητα μεταφοράς 18 ατόμων, έκανε την παρθενική του πτήση τον Σεπτέμβριο του 1929.

Δεκαετίες ’30 και ’40

Το 1930 κατασκευάστηκε το Monomail, το οποίο ήταν μονοπλάνο που μετέφερε αλληλογραφία. Φτιαγμένο μόνο από μέταλλο, ήταν πολύ γρήγορο, αεροδυναμικό, με ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης. Ο σχεδιασμός του ήταν τόσο πρωτοποριακός που οι μηχανές και οι κινητήρες τις εποχής δεν μπορούσαν να χειριστούν το αεροπλάνο. Μόνο δύο Monomails κατασκευάστηκαν. Το δεύτερο, το μοντέλο 221, είχε και μια καμπίνα για έξι επιβάτες.

Το 1933 βγήκε στην αγορά το Boeing 247, το πρώτο μοντέρνο αεροπλάνο γραμμής. Το 247 ήταν ένα μονοπλάνο με χαμηλά φτερά φτιαγμένο από μέταλλο, το οποίο ήταν γρηγορότερο, πιο ασφαλές και εύκολο στον χειρισμό από τα υπόλοιπα επιβατικά αεροπλάνα. Για παράδειγμα, ήταν το πρώτο αεροπλάνο με δύο μηχανές το οποίο μπορούσε να πετάξει με την μία του μηχανή σε λειτουργία. Έτσι, βελτιώθηκε ραγδαία η ασφάλεια των πτήσεων, ειδικά σε μια περίοδο αναξιοπιστίας των μηχανών. Τα πρώτα εξήντα αεροσκάφη κατασκευάστηκαν ειδικά για τις εργασίες της θυγατρικής εταιρίας του Boeing, United Airlines. Αυτό είχε άσχημη επίδραση στις ανταγωνιστικές εταιρίες και ήταν ένα τυπικό παράδειγμα αντί-ανταγωνιστικής συμπεριφοράς που ήθελε να απαγορεύσει η κυβέρνηση των Η.Π.Α.

Ο νόμος περί εναέριας μεταφοράς αλληλογραφίας του 1934 απαγόρευε στις εταιρείες και τους κατασκευαστές να έχουν την ίδια διοίκηση. Έτσι, η εταιρεία χωρίστηκε σε τρεις μικρότερες- την Boeing Airplane Company, την United Airlines, και την United Aircraft Corporation. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο W. Boeing να πουλήσει τις μετοχές του και να αποχωρήσει από την εταιρία. Πρόεδρος της εταιρείας έγινε ο Claire Egtvedt. Πίστευε ότι η κατασκευή μεγαλύτερων αεροπλάνων ήταν το μέλλον της Boeing.

Λίγο αργότερα, έγινε μία συμφωνία με την εταιρεία Pan American World Airways (Pan Am), για την ανάπτυξη και την κατασκευή ενός αεροσκάφους που είχε την δυνατότητα να μεταφέρει επιβάτες σε υπερωκεάνιες διαδρομές. Η πρώτη πτήση του Boeing 314 Clipper έγινε το 1938. Ήταν το μεγαλύτερο μεταφορικό αεροσκάφος της εποχής εκείνης, με χωρητικότητα 90 επιβατών, στις ημερήσιες πτήσεις και 40 επιβατών στις νυχτερινές. Ένα χρόνο αργότερα, εγκαινιάστηκε η πρώτη υπηρεσία μεταφοράς επιβατών από τις Η.Π.Α στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανοίξουν νέες διαθέσιμες αεροδιαδρομές και η Pan Am να χρησιμοποιήσει το Boeing 314 σε προορισμούς σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το 1938, η Boeing τελείωσε το μοντέλο 307 Stratoliner. Αυτό ήταν το πρώτο αεροπλάνο με πεπιεσμένη καμπίνα με την δυνατότητα να πετάξει σε υψόμετρο 20,000 ποδιών (6,100 m). Τα χαρακτηριστικά του ήταν παρόμοια με του B-17. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια φτερά, ουρά και μηχανές.

Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Boeing έφτιαξε έναν μεγάλο αριθμό από βομβαρδιστικά τύπου Β-17 και Β-29. Οι περισσότεροι εργάτες ήταν γυναίκες, των οποίων οι άνδρες είχαν πάει στον πόλεμο. Στις αρχές του Μαρτίου του 1944, η παραγωγή είχε αυξηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε πάνω από 350 αεροπλάνα κατασκευαζόντουσαν κάθε μήνα. Για να αποφευχθεί μια επίθεση από τον αέρα, οι μονάδες παραγωγής είχαν καλυφθεί με πράσινο χόρτο και εργατικά αντικείμενα. Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών του πολέμου, όλες οι κορυφαίες εταιρείες αεροσκαφών των ΗΠΑ συνεργαζόντουσαν. Για την κατασκευή του βομβαρδιστικού Β-17 συνεργάστηκαν με την Boeing οι εταιρίες Lockheed Aircraft Corp. και Douglas Aircraft Co., ενώ για το Β-29 βοήθησαν και οι εταιρίες Bell Aircraft Co. και Glenn L. Martin Company.

Μετά τον πόλεμο, οι περισσότερες παραγγελίες για τα βομβαρδιστικά ακυρώθηκαν και 70.000 άτομα έχασαν την δουλειά τους. Η εταιρία είχε σκοπό να ανακάμψει γρήγορα με την πώληση του Stratocruiser (μοντέλο 377), ενός πολυτελούς επιβατικού αεροσκάφους τεσσάρων κινητήρων που σχεδιάστηκε σύμφωνα με το πλάνο του βομβαρδιστικού Β-29. Παρόλα αυτά, οι πωλήσεις του μοντέλου αυτού δεν ήταν οι αναμενόμενες και η Boeing έπρεπε να βρει νέες ευκαιρίες για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Η εταιρία πούλησε επιτυχώς στρατιωτικά παράγωγα του Stratocruiser, όπως το C-97 που ήταν προσαρμοσμένο για την μεταφορά στρατευμάτων και το KC-97 για τον εναέριο ανεφοδιασμό καυσίμων.

Δεκαετία ’50

Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στα μέσα της δεκαετίας του ’50, η Boeing ανέπτυξε πολεμικά jets, όπως τα βομβαρδιστικά Β-47 Stratojet και Β-52 Stratofortress. Στις αρχές τις δεκαετίας του ’50, η Boeing χρησιμοποίησε τα κεφάλαιά της για την ανάπτυξη του jet επίδειξης 367–80, το οποίο οδήγησε στην μετέπειτα κατασκευή του KC-135 Stratotanker και του Boeing 707 jetliner.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 η τεχνολογία είχε σημειώσει σημαντική πρόοδο, κάτι που έδωσε την ευκαιρία στην Boeing να αναπτύξει και να παράγει νέα προϊόντα. Ένα από τα πρώτα ήταν ο κατευθυνόμενος πύραυλος μικρής εμβέλειας, που χρησιμοποιούνταν για την αναχαίτιση εχθρικών αεροσκαφών. Εκείνη την περίοδο κυριαρχούσε ο Ψυχρός Πόλεμος. Η Boeing χρησιμοποίησε την τεχνολογία πυραύλων μικρής εμβέλειας για να αναπτύξει έναν πύραυλο μεγάλης εμβέλειας.

Το 1958, η Boeing άρχισε την παράδοση του Boeing 707, το πρώτο εμπορικό αεροσκάφος των Η.Π.Α, σε απάντηση στην βρετανική De Havilland Comet, την γαλλική Sud Aviation Caravelle και την σοβιετική Tupolev Tu-104, οι οποίες ήταν οι πρώτες εταιρίες δημιουργίας της πρώτης γενιάς των εμπορικών αεροσκαφών. Με το 707, ένα αεροσκάφος με τέσσερις μηχανές και χωρητικότητα 156 επιβατών, η Boeing πήρε την ηγεσία στην παραγωγή jet. Λίγα χρόνια αργότερα, η Boeing σχεδίασε μια δεύτερη έκδοση του αεροσκάφους αυτού, το Boeing 720, το οποίο ήταν ελαφρώς γρηγορότερο με μικρότερη εμβέλεια πτήσεως.

Η Boeing ήταν ένας από τους σημαντικότερους παραγωγούς μικρών “τουρμπινο-κινητήρων” στις δεκαετίες ’50 και ’60. Οι κινητήρες αυτοί αντιπροσώπευαν μία από τις σημαντικότερες προσπάθειες της εταιρίας να επεκτείνει την παραγωγή προϊόντων της πέρα από τα στρατιωτικά είδη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανάπτυξη “τουρμπινο-κινητήρων” βενζίνης άρχισε το 1943. H Boeing κατασκεύασε 2,461 μηχανές πριν σταματήσει η παραγωγή το 1968. Πολλές από τις μηχανές της Boeing κατέχουν την πρωτιά στο είδος τους, συμπεριλαμβανομένων και την πρώτη τουρμπινο-μηχανή για ελικόπτερα και βάρκες.

Δεκαετία ’60

Το 1960 η Vertol Aircraft Corporation εξαγοράστηκε από την Boeing και αναδιοργανώθηκε με το όνομα Boeing’s Vertol division. Το 1961 η Vertol κατασκεύασε το μοντέλο CH-47 Chinook. Επίσης, το 1964 η Vertol άρχισε την παραγωγή του ελικοπτέρου CH-46 Sea Knight.

Τον Δεκέμβριο του 1960, η Boeing άρχισε την κατασκευή του αεριωθούμενου αεροσκάφους 727 jetliner, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για εμπορική χρήση τρία χρόνια περίπου αργότερα. Επίσης, η εταιρία ανέπτυξε και παραλλαγές του μοντέλου για την μεταφορά επιβατών και φορτίου. Το 727 ήταν το πρώτο αεριωθούμενο που έφτασε τις 1.000 πωλήσεις και λίγα χρόνια αργότερα τις 1.500. Η Boeing το 1961 κέρδισε ένα συμβόλαιο για την παραγωγή ενός μέρους του πυραύλου V rocket, που κατασκευαζόταν στο κέντρο συναρμολόγησης Michoud, στην Νέα Ορλεάνη.

Το 1966, ο πρόεδρος της Boeing William M. Allen ζήτησε από τον Malcolm T. Stamper να ηγηθεί της παραγωγής του νέου μοντέλου 747, στο οποίο βασιζόταν το μέλλον της εταιρίας. Αυτή ήταν μία πολύ μεγάλη πρόκληση, η οποία περιελάμβανε την κατασκευή του μεγαλύτερου εργοστασίου στον κόσμo, το οποίο θα χτιζόταν στο Everett της Ουάσινγκτον, σε ένα χώρο μεγαλύτερο από 40 γήπεδα ποδοσφαίρου. Το 1967, η Boeing εισήγαγε ένα νέο αεροσκάφος, το δικινητήριο 737. Από τότε το αεροσκάφος αυτό έχει γίνει το καλύτερο σε πωλήσεις εμπορικό τζετ στην ιστορία της αεροπορίας.

Η κατασκευή του πρώτου αεροσκάφους Boeing 747-100 έλαβε χώρα το 1968, στο νέο εργοστάσιο της Boeing στο Everett. Το αεροπλάνο έκανε την παρθενική του πτήση ένα χρόνο αργότερα και την πρώτη του εμπορική πτήση το 1970. Το μοντέλο 747-100 είχε μεγαλύτερη εμβέλεια και χωρητικότητα από τα προηγούμενα αεροσκάφη της Boeing.

Δεκαετία ’70

Στις αρχές τις δεκαετίας του ’70 η εταιρία υποφέρει οικονομικά από ορισμένες καταστάσεις. Οι μειώσεις στα έξοδα των στρατιωτικών δαπανών στον πόλεμο του Βιετνάμ, η επιβράδυνση του διαστημικού προγράμματος, καθώς το πρόγραμμα Apollo πλησιάζει στο τέλος του, η ύφεση των ετών 70-71 και το χρέος της εταιρίας που έφτανε το ποσό των δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων για την κατασκευή του αεροσκάφους 747. Επιπλέον, η Boeing δεν είχε λάβει καμία παραγγελία για πάνω από έναν χρόνο. Επίσης, η κατασκευή του αεροσκάφους 747 καθυστέρησε για τρεις μήνες λόγω προβλημάτων που αντιμετώπισαν οι κινητήρες Pratt & Whitney. Ακόμα ένα πρόβλημα ήταν ότι το Κονγκρέσο αποφάσισε να σταματήσει την χρηματοδότηση για την κατασκευή του υπερηχητικόυ αεροπλάνου 2707, αναγκάζοντας την εταιρία να σταματήσει το πρόγραμμα κατασκευής του.

Το τμήμα των εμπορικών αεροσκάφων της Boeing (Commercial Airplane Group), μακράν το μεγαλύτερο τμήμα της Boeing, από τους 83.700 εργαζόμενους μειώθηκε στους 20.750, μέσα σε τρία χρόνια ( 1968-71). Εκείνη την περίοδο η ανεργία ανέβηκε στο 14%, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ιστορία των Η.Π.Α. Τότε εμφανίστηκε μία πινακίδα δίπλα από το αεροδρόμιο του Σιάτλ που ανέφερε: Το τελευταίο άτομο που θα φύγει από το Σιάτλ να κλείσει τα φώτα.

Τον Ιανουάριο του 1970, το πρώτο αεροσκάφος 747, ένα τετρακινητήριο αεροσκάφος μεγάλου βεληνεκούς, έκανε την πρώτη του πτήση με την εταιρία Pan American World Airways. To Boeing 747 άλλαξε ριζικά την παγκόσμια βιομηχανία αεροπλάνων, καθώς παρείχε πολύ μεγαλύτερη χωρητικότητα από οποιοδήποτε άλλο αεροσκάφος. Η εταιρία έχει παραδώσει σχεδόν 1.400 Βoeing 747. Το μοντέλο 747 έχει υποστεί συνεχείς βελτιώσεις, έτσι ώστε να βρίσκεται πάντα σε άψογη κατάσταση. Μεγαλύτερες εκδόσεις έχουν κατασκευαστεί επεκτείνοντας την οροφή του αεροσκάφους.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 , η Boeing ανέπτυξε επίσης ένα σιδηροδρομικό όχημα (US Standard Light Rail Vehicle), το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί στο Σαν Φρανσίσκο, Βοστόνη και στο Morgantown, Δυτική Βιρτζίνια .

Δεκαετία ’80

Το 1983, η οικονομική κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται. Η Boeing εκείνη την χρονιά κατασκεύασε το χιλιοστό επιβατικό αεροπλάνο 737. Κατά τα επόμενα χρόνια, η Boeing ήταν η βασική εταιρία προμήθειας των αεροπορικών εταιριών και της Αεροπορίας των Η.Π.Α. σε επιβατικά αεροπλάνα και στις στρατιωτικές εκδόσεις τους. Καθώς οι αεροπορικές μεταφορές αυξήθηκαν, οι διαγωνισμοί έγιναν ακόμα πιο δύσκολοι. Ο κυριότερος ανταγωνιστής της Boeing ήταν η Airbus, μια νέα εταιρία κατασκευής αεροπλάνων. Η Boeing έπρεπε να αναπτύξει νέα αεροσκάφη έτσι ώστε να συναγωνιστεί τις υπόλοιπες εταιρίες, γι’ αυτό ανέπτυξε τα αεροσκάφη Boeing 757, Boeing 767 και κατασκεύασε νέες βελτιωμένες εκδόσεις του 737. Επίσης, ένα σημαντικό έργο που συνέλαβε η Boeing εκείνη την περίοδο ήταν στην κατασκευή ενός διαστημικού λεωφορείου.

Εκείνη την δεκαετία η Boeing βοήθησε σε πολλά στρατιωτικά προγράμματα, όπως στην κατασκευή του στελθ (steatlth) βομβαρδιστικού Β-2. Η Boeing κατασκεύασε ένα τμήμα των φτερών του βομβαρδιστικού, ένα τμήμα της ατράκτου, το σύστημα προσγείωσης, το σύστημα καυσίμων, καθώς και ένα τμήμα διανομής των όπλων. Το Β-2 ήταν το μεγαλύτερο στρατιωτικό πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχε η Boeing εκείνη την περίοδο. Το πρόγραμμα αριθμούσε περίπου 10.000 εργαζόμενους της Boeing. H πρώτη πτήση του βομβαρδιστικού Β-2 έγινε στις 17 Ιούλιο του 1989 στην Καλιφόρνια.

Επίσης, η Boeing συμμετείχε στην κατασκευή του συστήματος αεράμυνας Avenger και μιας νέας γενιάς πυραύλων μικρού βεληνεκούς. Εκείνη την περίοδο η Boeing συμμετείχε ενεργά στην ανάπτυξη του ήδη υπάρχοντος στρατιωτικού εξοπλισμού, καθώς και στην ανάπτυξη νέου.

Δεκαετία ’90

Η Boeing ήταν μία από τις επτά εταιρίες, οι οποίες υπέβάλαν προσφορές για το ποια θα κατασκεύαζε το μαχητικό Advanced Tactical Fighter ( F-22 Raptor). Η Boeing συμφώνησε να συνεργαστεί με τις εταιρίες General Dynamics και Lockheed, έτσι ώστε εάν είχε επιλεγεί μία από τις τρεις εταιρείες για τον σχεδιασμό του αεροσκάφους και οι τρεις εταιρείες θα συμμετείχαν στην ανάπτυξη του. Τελικά, η Lockheed επιλέχθηκε για τον σχεδιασμό και την κατασκευή του F-22 Raptor.

Τον Απρίλιο του 1994, η Boeing παρουσιάζει το πιο σύγχρονο εμπορικό αεροσκάφος εκείνης της εποχής, το δικινητήριο 777, με χωρητικότητα περίπου 300 έως 370 επιβάτες. Το μεγαλύτερο δικινητήριο αεροσκάφος στον κόσμο, το 777, ήταν το πρώτο αεροσκάφος της Boeing το οποίο διαθέτει το σύστημα “fly-by-wire”. Το 777 ήταν η απάντηση της εταιρίας στις “επιθέσεις” που δεχόταν στις διεθνείς αγορές από την Airbus. Αυτό το αεροσκάφος είναι το πρώτο αεροσκάφος που σχεδιάστηκε εξ ολοκλήρου με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή (CAD). Επίσης, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η εταιρεία ανέπτυξε την νέα έκδοση του 737, που είναι γνωστή ως 737 «Next Generation» ή 737NG.

Το 1995, η Boeing επέλεξε να κατεδαφίσει την έδρα της, η οποία βρισκόταν στο East Marginal Way South αντί να την αναβαθμίσει, για να ταιριάζει με τα νέα αντι-σεισμικά πρότυπα. Τα κεντρικά γραφεία της μεταφέρθηκαν σε γειτονικό κτίριο και οι εγκαταστάσεις της κατεδαφίστηκαν το 1996. Τελικά, το 1997, στο αεδρόμιο King County Airport στο Σιάτλ, έγινε η έδρα της Boeing.

Το 1996, η Boeing εξαγόρασε τις μονάδες αεροδιαστημικής και άμυνας της Rockwell. H εταιρία Rockwell έγινε θηγατρική της Boeing, με το όνομα Boeing North American, Inc. Τον Αύγουστο του 1997, η Boeing συγχωνεύθηκε με την McDonnell Douglas μετά από ανταλλαγή 13.000 εκατομμυρίων δολαριών σε μετοχές, χρησιμοποιώντας το όνομα The Boeing Company. Ωστόσο, το όνομα αυτό ήταν πραγματικά το επίσημο όνομα της Boeing από τις 21 Μαΐου, 1961. Μετά τη συγχώνευση, το αεροπλάνο McDonnell Douglas MD-95 μετονομάστηκε σε Boeing 717 και η παραγωγή του περιορίστηκε.

2000-2009

Τον Σεπτέμβριο του 2001, η Boeing μετέφερε την έδρα της από το Σιάτλ στο Σικάγο. Το Σικάγο, το Ντάλας και το Ντένβερ έκαναν μεγάλη προσπάθεια για να γίνουν το “σπίτι” των μεγαλύτερων αεροπορικών εταιριών στον κόσμο. Γι’ αυτό τον λόγο πρόσφεραν “πακέτα” φοροαπαλλαγών πολλών εκατομμυρίων δολαρίων.

Η Boeing άρχισε την ανάπτυξη του τάνκερ εναέριου ανεφοδιασμού KC – 767 στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η Ιταλία και η Ιαπωνία παρήγγειλαν από τέσσερα τάνκερ η κάθε μία. Το 2004, η Boeing σταμάτησε την παραγωγή των 757. Πιο προχωρημένες εκδόσεις του 737 και το νέο αεροσκάφος 783-3 παρήχθησαν για την αντικατάσταση του 757. Επίσης, εκείνη την χρονιά η Boeing ανακοίνωσε ότι η παραγωγή του Boeing 717, του τελευταίου επιβατικού αεροσκάφους που είχε σχεδιάσει η McDonnell Douglas, θα σταματούσε το 2006. Η παραγωγή του 767 κινδύνευε να ματαιωθεί, καθώς θα το αντικαθιστούσε το μοντέλο 787, αλλά οι παραγγελίες για το 767 είχαν ως αποτέλεσμα την επέκταση του προγράμματος.

Μετά από πολλές δεκαετίες επιτυχίας, η Boeing άρχισε να “χάνει” έδαφος από την Airbus και στη συνέχεια έχασε και την πρωτοπορία της στην αγορά, το 2003. H Boeing επιδίωξε να συνεχίσει πολλά από τα προγράμματα της, αλλά τα περισσότερα ακυρώθηκαν. Ιδίως το Sonic Cruiser, ένα αεριωθούμενο που είχε την δυνατότητα να ταξιδέψει ακριβώς κάτω από την ταχύτητα του ήχου. Το πρόγραμμα του Sonic Cruiser εγκαινιάστηκε το 2001, μαζί με μια νέα διαφημιστική καμπάνια για την προώθηση του νέου συνθήματος της εταιρείας, “Forever New Frontiers”, που σκόπευε να αποκαταστήσει την εικόνα της Boeing. Ωστόσο, η μοίρα του αεροσκάφους σφραγίστηκε από τις αλλαγές στην αγορά αεροπλάνων μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, την επακόλουθη αδυναμία της οικονομίας, καθώς και την αύξηση στις τιμές των καυσίμων.

Στην συνέχεια, η Boeing εκσυγχρονίζοντας την παραγωγή της έστρεψε την παραγωγή της σε ένα νέο μοντέλο, το Boeing Dreamliner 787, για την κατασκευή του οποίου χρησιμοποίησε ένα μεγάλο μέρος της τεχνολογίας που αναπτύχθηκε για το Sonic Cruiser, αλλά σε ένα πιο συμβατικό αεροσκάφος που σχεδιάστηκε για μέγιστη απόδοση. Επίσης, η εταιρία κατασκεύασε νέες παραλλαγές των αεροπλάνων 737 και 777. Το 787 αποδείχθηκε ιδιαίτερα δημοφιλής επιλογή ανάμεσα στις αεροπορικές εταιρείες και κέρδισε ένα ρεκόρ στον αριθμό των προ-παραγγελιών. Όμως, το πρόγραμμα κατασκευής του 787 αντιμετώπισε καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα η πρώτη πτήση να μην γίνει πριν τα τέλη του 2009.

Μετά από ρυθμιστικές διαδικασίες, η Boeing πήρε την έγκριση να σχηματίσει μια κοινοπραξία, την United Launch Alliance, με τον ανταγωνιστή της Lockheed Martin, την 1 Δεκεμβρίου του 2006. Αυτή η νέα επιχείρηση είναι ο μεγαλύτερος πάροχος υπηρεσιών εκτόξευσης πυραύλων προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Στις 2 Αυγούστου του 2005, η Boeing πούλησε την Rocketdyne, ένα τμήμα κινητήρα πυραύλων, στην Pratt & Whitney. Την 1η Μαΐου του 2006, η Boeing συμφώνησε να αγοράσει την Aviall Inc, για $ 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια.

Συνειδητοποιώντας ότι ένας μεγάλος αριθμός επιβατών εξαρτώνται από τους υπολογιστές τους, η Boeing εισήγαγε την Connexion by Boeing, δορυφορική υπηρεσία σύνδεσης στο Internet. Η υπηρεσία αυτή έκανε το ντεμπούτο της το 2005, και έλαβε γενικά ευνοϊκές κριτικές. Ωστόσο, αντιμετωπίζοντας ανταγωνισμό από φθηνότερες επιλογές, όπως τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, αποδείχθηκε πολύ δύσκολο να υιοθετηθεί από τις περισσότερες αεροπορικές εταιρείες. Τον Αύγουστο του 2006, μετά από μια σύντομη και ανεπιτυχή αναζήτηση αγοραστή για την υπηρεσία αυτή, η Boeing επέλεξε την διακοπή της.

Στις 18 Αυγούστου 2007, η NASA επέλεξε την Boeing ως την εταιρία που θα κατασκεύαζε την ανώτερη δεξαμενή υγρών καυσίμων του πυραύλου Ares I. Μετά από παραγγελία της Air France ξεκίνησε τον Μάη του 2005 την κατασκευή του εμπορικού αεροσκάφους 777. Επίσης, η FedEx, καθώς και η Emirates Airlines προπαρήγγειλαν το μοντέλο αυτό. Η Boeing ανακοίνωσε και επίσημα το Νοέμβριο του 2005 ότι θα παράγει μία μεγαλύτερη παραλλαγή του 747, το 747-8, σε δύο εκδόσεις, την εμπορική και την επιβατική. Και οι δύο εκδόσεις διαθέτουν μία επιμήκυνση της ατράκτου, νέες προηγμένες μηχανές και φτερά, καθώς και την ενσωμάτωση άλλων τεχνολογιών που έχουν αναπτυχθεί για το 787.

Ακόμα, η Boeing έλαβε εντολή από το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ για να κατασκευάσει το αεροσκάφος P-8 Poseidon Multimission Maritime Aircraft, ένα είδος αντι-υποβρυχιακού πολεμικού αεροσκάφους. Επίσης, έλαβε παραγγελίες για το 737 AEW & C “Wedgetail”, πολεμικό αεροσκάφος. Επίσης, εισήγαγε νέες εκδόσεις του 737. Αυτές περιλαμβάνουν την 737-700ER και την 737-900ER.

Στο δεύτερο εξάμηνο του 2005 το νέο αεροσκάφος της Boeing, 777-200LR, έκανε μία παγκόσμια περιοδεία, η οποία είχε γενικώς καλές κριτικές, και αναδείκνυε την ικανότητα του αεροσκάφους να πετάξει μακρύτερα από οποιοδήποτε άλλο εμπορικό αεροσκάφος. Στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου το αεροπλάνο έκανε νέο παγκόσμιο ρεκόρ για την μεγαλύτερη πτήση χωρίς ανεφοδιασμό. Ξεκινώντας από το Hong Kong έφτασε στο Λονδίνο, διαλέγοντας μία μακρύτερη διαδρομή, η οποία περιλάμβανε πτήση πάνω από τις Η.Π.Α. Η διαδρομή ήταν 21,600km (11,664 μίλια) και διήρκησε 22 ώρες και 42 λεπτά. Η πρώτη αεροπορική εταιρία που χρησιμοποίησε το αεροσκάφος αυτό ήταν η PIA (Pakistan International Airlines).

Στις 11 Αυγούστου του 2006 η Boeing συμφώνησε να δημιουργήσει μία κοινοπραξία με τη μεγαλύτερη ρωσική παραγωγό τιτανίου, την VSMPO-AVISMA Corporation, για την επεξεργασία τιτανίου που θα χρησιμοποιούνταν στο πρόγραμμα κατασκευής του 787. Η κοινοπραξία, που τελικά δημιουργήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2007, ονομάστηκε Ural Boeing Manufacturing και αποφασίστηκε να γίνονται παραδόσεις τιτανίου μέχρι το 2015, με την Boeing να αποφασίζει να κάνει επενδύσεις $27 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη Ρωσία για τα επόμενα 30 χρόνια.

Το Φεβρουάριο του 2011 η Boeing υπέγραψε συμβόλαιο $35 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την πολεμική αεροπορία των Η.Π.Α για την κατασκευή 179 αεροπλάνων ανεφοδιασμού τύπου KC-46, τα οποία βασίζονταν στο μοντέλο KC-767. Η Boeing μαζί με την Science Applications International Corporation (SAIC) ήταν οι κύριοι εργολήπτες για το μελλοντικό πρόγραμμα Συστημάτων Μάχης του αμερικάνικου στρατού (FCS), το οποίο ακυρώθηκε τον Ιούνιο του 2009, αφού συγχωνεύτηκε με τα υπόλοιπα προγράμματα στο πρόγραμμα BCT Modernization. Η Boeing συνεχίζει να δουλεύει από κοινού με την SAIC στο πρόγραμμα BCT Modernization, όπως και στο FCS πριν από την κατάργησή του.

2010-Σήμερα

Το 2010, η Boeing ολοκλήρωσε την εξαγορά της εταιρείας Argon ST Inc. Τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας αυτής βρίσκονται στο Fairfax της Βιρτζίνια. Η Argon ST ασχολείται με τον σχεδιασμό προγραμμάτων για την διοίκηση και τον έλεγχο επιχειρήσεων, για υπολογιστές, επικοινωνίες, νοημοσύνη, επιτήρηση και παρακολούθηση, καθώς και με τον σχεδιασμό πολεμικών προγραμμάτων. Από τις 30 Ιουνίου του 2010 η Boeing είχε εκφράσει την πρόθεση της να εξαγοράσει την Argon ST, ως μέρος του σχεδίου της να επεκτείνει τις δραστηριότητες της σε νέες αγορές (C4ISR, κυβερνοχώρος, τεχνιτή νοημοσύνη).

  • Στις 17 Νοεμβρίου του 2011, αναφέρθηκε ότι η Lion Air έχει συμφωνήσει για παραγγελία διακοσίων ενός αεροσκάφων τύπου Boeing 737 MAX, καθώς και είκοσι εννιά αεροσκάφη τύπου 737-900ER. Η τελική προσφορά ανερχόνταν σε $21,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη έως τότε προσφορά που είχε λάβει η Boeing για πωλήσεις εμπορικών αεροσκαφών. Η συμφωνία περιλαμβάνει επιλογές αγοράς για επιπλέον 150 αεροσκάφη.
  • Στις 5 Ιανουαρίου του 2012, η Boeing ανακοίνωσε τα σχέδιά της να κλείσει τις εγκαταστάσεις της στο Ουιτσίτα, περισσότερα από 80 χρόνια μετά την ίδρυσή τους, οι οποίες απασχολούσαν 2.160 εργαζόμενους έως το 2014. Συνολικά από την ίδρυση τους είχαν εργαστεί εκεί 40,000 άτομα.
  • Η Boeing, στις 13 Μαΐου 2013, ανακοίνωσε ότι θα περικόψει 1.500 θέσεις εργασίας στον τομέα της πληροφορικής στις εγκαταστάσεις της στο Σιάτλ, λόγω απολύσεων, παραιτήσεων και μετεγκαταστάσεων. Οι περισσότερες από τις θέσεις αυτές θα καλυφθούν από τις εγκαταστάσεις της Boeing στο Σαιντ Λούις και στο Βόρειο Τσάρλεστον.
  • Στο τέταρτο τρίμηνο του 2013 η εταιρεία ανακοίνωσε αύξηση 26% στα κέρδη της ($1,23 δισεκατομμύρια δολάρια συνολικά), επικαλούμενη αύξηση στην ζήτηση για εμπορικά αεροσκάφη.
  • Τον Απρίλιο του 2014 η Boeing ανακοίνωσε ότι οι εγκαταστάσεις της στην Λονγκ Μπιτς θα έχουν κλείσει μέχρι το τέλος του χρόνου. Σε αυτές τις εγκαταστάσεις γινόταν η κατασκευή του μεταφορικού στρατιωτικού αεροσκάφους C-17 Globemaster III.
  • Η τελευταία κατασκευή αεροσκάφους σε αυτές τις εγκαταστάσεις τελείωσε τον Φεβρουάριο του 2015 και μέχρι τον Απρίλιο του ίδιου έτους η Boeing είχε δημοπρατήσει τμήματα του εργοστασίου. Επηρεάστηκαν έτσι, 2,200 θέσεις εργασίας .

Τον Ιούνιου του 2015, η Boeing ανήγγειλε ότι ο James McNerney θα παραιτηθεί από διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας και θα αντικατασταθεί από τον γενικό διευθυντή επιχειρήσεων της Boeing, Dennis Muilenburg, την 1η Ιουλίου του ίδιου έτους. Τον Φεβρουάριο του 2016 η Boeing ανακοίνωσε ότι ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος Dennis Muilenburg εξελέγη 10ος Πρόεδρος του Διοικητικού συμβουλίου, διαδεχόμενος τον James McNerney.

Τον Μάρτιο του 2016 η Boeing ανακοίνωσε την περικοπή 4.000 θέσεων εργασίας από το τμήμα εμπορικών αεροσκαφών της εταιρείας, από τα μέσα του ίδιου έτους. Στις 13 Μαΐου 2016 η Boeing εγκαινίασε το νέο της εργοστάσιο στην Ουάσινγκτον, το οποίο κόστισε $1 δισεκατομμύριο δολάρια, έχει έκταση 27 στρεμάτων (11 εκτάρια) και ισούται με 25 γήπεδα ποδοσφαίρου. Το εργοστάριο θα παράγει φτερά από συνθετικό άνθρακα για το νέο επιβατικό αεροσκάφος της εταιρείας, το 777X, κάνοντας έτσι ένα σημαντικό βήμα για την παράδοση του πρώτου αεροσκάφους μέχρι το 2020.

Boeing σχετικές ειδήσεις: