Η Bayer βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο μιας από τις πιο θορυβώδεις νομικές και πολιτικές υποθέσεις των τελευταίων ετών στις ΗΠΑ, με αφορμή το ζιζανιοκτόνο Roundup και την καρκινογόνο – κατά τους ενάγοντες – δράση του. Αυτή τη φορά, όμως, η γερμανική πολυεθνική έχει έναν ιδιαίτερα ισχυρό σύμμαχο: την κυβέρνηση Τραμπ, η οποία παρενέβη ανοικτά υπέρ της στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Ο γενικός εισαγγελέας των ΗΠΑ, Ντι Τζον Σάουερ, κάλεσε το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει την έφεση της Bayer, σε μια υπόθεση–«πιλότο» που αφορά χιλιάδες αγωγές χρηστών του Roundup. Στο επίκεντρο βρίσκεται η απόφαση ενόρκων στο Μισούρι, που επιδίκασε αποζημίωση 1,25 εκατ. δολαρίων στον Τζον Ντέρνελ, ο οποίος αποδίδει τον καρκίνο του στο ζιζανιοκτόνο. Ο Σάουερ υποστήριξε ότι μέρος των ισχυρισμών θα έπρεπε να έχει «σκεπαστεί» από την ομοσπονδιακή νομοθεσία για τα εγκεκριμένα φυτοπροστατευτικά, θέτοντας ευθέως ζήτημα προτεραιότητας του ομοσπονδιακού έναντι του πολιτειακού δικαίου.
Το διακύβευμα ξεπερνά κατά πολύ την υπόθεση ενός μόνο ενάγοντα. Τον Ιούνιο, το Ανώτατο Δικαστήριο ζήτησε από τον γενικό εισαγγελέα να τοποθετηθεί για το εάν οι πολιτειακοί νόμοι μπορούν να απαιτούν αυστηρότερες προειδοποιήσεις στις ετικέτες των φυτοφαρμάκων από εκείνες που εγκρίνει η ομοσπονδιακή αρχή. Στο 24σέλιδο υπόμνημά του, ο Σάουερ διαπίστωσε ότι τα εφετεία στις ΗΠΑ εμφανίζονται διχασμένα και κάλεσε το Ανώτατο Δικαστήριο «να ξεκαθαρίσει το εύρος» της ομοσπονδιακής αρμοδιότητας, μια απόφαση που θα επηρεάσει άμεσα το μέλλον χιλιάδων αγωγών.
Η αγορά αντέδρασε αστραπιαία στην κυβερνητική στήριξη. Η μετοχή της Bayer εκτοξεύθηκε έως και 15% σε μία συνεδρίαση, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη ημερήσια άνοδο των τελευταίων περίπου 20 ετών και ανεβάζοντας τα συνολικά κέρδη της μετοχής στο 80% μέσα στο τρέχον έτος. Για μια εταιρεία που είδε την κεφαλαιοποίησή της να «λιώνει» πάνω από 70% μετά την εξαγορά της Monsanto το 2018 έναντι 63 δισ. δολαρίων, το σήμα εμπιστοσύνης των επενδυτών μόνο αμελητέο δεν είναι.
Παρά την ευνοϊκή συγκυρία στο χρηματιστήριο, το νομικό βάρος παραμένει ασφυκτικό. Η Bayer έχει ήδη κλείσει πάνω από 130.000 υποθέσεις με συμβιβασμούς ή απορρίψεις, καταβάλλοντας περισσότερα από 10 δισ. δολάρια. Παρ’ όλα αυτά, 67.000 αγωγές παραμένουν ενεργές στις ΗΠΑ, ενώ σε ορισμένες δίκες τα ποσά των αρχικών καταδικαστικών αποφάσεων ξεπέρασαν ακόμη και το 1 δισ. δολάρια, όπως στην πρόσφατη υπόθεση στη Τζόρτζια, η οποία τελικά έκλεισε με εξωδικαστική συμφωνία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο διευθύνων σύμβουλος της Bayer, Μπιλ Άντερσον, άφησε ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο πλήρους απόσυρσης της γλυφοσάτης – της δραστικής ουσίας του Roundup – από την αμερικανική αγορά, προκειμένου να περιοριστεί το νομικό ρίσκο. Ήδη από το 2022, η εταιρεία έχει αντικαταστήσει τα γλυφοσατούχα σκευάσματα στην αγορά οικιακής χρήσης, επιχειρώντας να μειώσει την έκθεσή της σε νέες προσφυγές από ιδιώτες χρήστες.
Η Bayer, πάντως, επιμένει στη γραμμή ότι διαθέτει «συντριπτικά επιστημονικά και ρυθμιστικά δεδομένα» που τεκμηριώνουν την ασφάλεια των προϊόντων γλυφοσάτης όταν αυτά χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις οδηγίες. «Η στήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ είναι ένα σημαντικό βήμα και καλά νέα για τους Αμερικανούς αγρότες που χρειάζονται κανονιστική σαφήνεια», δήλωσε ο Άντερσον, προειδοποιώντας ότι μια «λανθασμένη εφαρμογή» της ομοσπονδιακής νομοθεσίας θα μπορούσε να πλήξει την καινοτομία και τις επενδύσεις στην αμερικανική οικονομία.
Οι νομικοί αναλυτές υπενθυμίζουν ότι, ιστορικά, το Ανώτατο Δικαστήριο συχνά ακολουθεί τη σύσταση του γενικού εισαγγελέα όταν αποφασίζει αν θα κάνει δεκτή ή όχι μια υπόθεση. Αν το δικαστήριο αποδεχθεί την έφεση, η απόφαση που θα εκδοθεί δεν θα αφορά μόνο τη Bayer και το Roundup, αλλά θα διαμορφώσει το πλαίσιο για το πώς οι ομοσπονδιακοί κανόνες «κουμπώνουν» με τους πολιτειακούς νόμους σε όλα τα ρυθμιζόμενα προϊόντα – από τα φυτοφάρμακα έως τα φάρμακα και τα χημικά.
Η τελική απάντηση του Ανώτατου Δικαστηρίου αναμένεται μέχρι τον Ιανουάριο. Μέχρι τότε, η Bayer θα συνεχίσει να κινείται σε τεντωμένο σχοινί: από τη μία πλευρά οι αγορές δείχνουν να ανακτούν την εμπιστοσύνη τους, από την άλλη το νομικό και επικοινωνιακό κόστος της «κληρονομιάς Monsanto» παραμένει βαρύ, κρατώντας ζωντανό έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους εταιρικούς γρίφους της εποχής.
Πηγή: Pagenews.gr
