Ελλάδα

Σωτηρία Μπέλλου: Όταν η κορυφαία ρεμπέτισσα σίγησε για πάντα

Σωτηρία Μπέλλου: Όταν η κορυφαία ρεμπέτισσα σίγησε για πάντα
Σωτηρία Μπέλλου: Ο Τσιτσάνης την αποκαλούσε «βασίλισσα του πάλκου». Η ίδια θύμωνε και του έλεγε πως εκείνη τραγουδάει για το λαό. Αναγκάστηκε να παντρευτεί πολύ μικρή, συνελήφθη, μπήκε φυλακή και καταξιώθηκε ως μία από τις καλύτερες ερμηνεύτριες στα ρεμπέτικα.

Έχει χαρακτηριστεί ως μια από τις κορυφαίες του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Η φωνή της, το παρουσιαστικό της και η στάση ζωής που κράτησε είναι αυτά που την καθιέρωσαν στη συνείδηση του κόσμου. Ο λόγος για την σπουδαία… Σωτηρία Μπέλλου, η οποία σαν σήμερα 27 Αυγούστου 1997 έφυγε από τη ζωή.

Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1921 σε ένα χωριό της Χαλκίδας.

Οι γονείς της διατηρούσαν μπακάλικο και επειδή ήταν πολύ ζωηρή ανέθεσαν την ανατροφή της στους παππούδες. Είχε τέσσερα αδέλφια και αδυναμία στον ιερέα παππού της. Της άρεσε να ψέλνει και κάθε Κυριακή χτυπούσε την καμπάνα της εκκλησίας. Μαθήτρια δημοτικού είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο. Τότε ήταν που είπε πως θα γίνει και εκείνη τραγουδίστρια.

Αναγκάστηκε να παντρευτεί πολύ μικρή. Ο άντρας της ήταν μέθυσος και βίαιος. Δεν δούλευε και την χτυπούσε. Όταν ήταν έγκυος, τη χτύπησε τόσο πολύ, που τελικά απέβαλε. Δεν μπόρεσε να ξανακάνει παιδιά. Όταν έμαθε πως την απατούσε του έκανε σκηνή. Εκείνος άρχισε να την χτυπάει. Εκείνη έχασε την ψυχραιμία της και του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ποινή τριών ετών. Τελικά έμεινε κρατούμενη έξι μήνες. Όταν αποφυλακίστηκε και γύρισε σπίτι της ήταν παρείσακτη από όλους, έτσι σηκώθηκε και έφυγε.

Στις 29 Οκτωβρίου του 1940 έφυγε από το σπίτι της και κατέβηκε στην Αθήνα.

«Φεύγω, αλλά μια μέρα θα γυρίσω στη Χαλκίδα μεγάλη και τρανή», είπε στους γονείς της. Η πρωτεύουσα βρισκόταν σε πολεμικό συναγερμό από την Ιταλική εισβολή στην ελληνο – αλβανική μεθόριο. Εκεί πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές. Αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλείες για να ζήσει. Έπλενε πιάτα, πουλούσε τσιγάρα και παστέλια, έκανε τον αχθοφόρο στους σταθμούς λεωφορείων. Τον πρώτο καιρό ήταν άστεγη και κοιμόταν στα βαγόνια των τρένων.

«Εγκατέλειψα τα πλούτη και ήρθα εδώ και έκανα την υπηρέτρια. Και λαντζιέρισα έγινα και Ριζοσπάστη πουλούσα», είχε πει σε συνέντευξή της. Οι δυσκολίες την ανάγκασαν να επιστρέψει στο σπίτι της, αλλά εκεί τα πράγματα ήταν χειρότερα. Ο πατέρας της τη χτυπούσε και η Μπέλλου επέστρεψε στην Αθήνα, αποφασισμένη να αντέξει τις κακουχίες και να κυνηγήσει το όνειρό της.

Οργανώθηκε στην Αντίσταση, συνελήφθη από τους Γερμανούς και βασανίστηκε. Γρήγορα οργανώθηκε στην αριστερά «είμαι κουμουνίστρια και νιώθω περήφανη» έλεγε συνέχεια. Το 1945 έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια. Ένα βράδυ την άκουσε να τραγουδά, ο Βασίλης Τσιτσάνης. Το αλάνθαστο αυτί του της άνοιξε το δρόμο για μια μεγάλη καριέρα. Ο Τσιτσάνης την αποκαλούσε βασίλισσα του πάλκου. Η ίδια θύμωνε και του έλεγε πως εκείνη τραγουδάει για το λαό και δε της ταιριάζει το βασίλισσα.

Το 1948 μια ομάδα φανατικών ακροδεξιών εισήλθαν στο χώρο που τραγουδούσε και της ζήτησαν να πει το τραγούδι «Του αητού ο γιος». Εκείνη αρνήθηκε και οι φασίστες χίτες την ξυλοκόπησαν με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (έτσι έλεγαν οι φασίστες τις κουμουνίστριες).

Παρ’ όλα αυτά σύντομα αναγνωρίζεται ως μία από τις καλύτερες ερμηνεύτριες στα ρεμπέτικα. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της είναι τα “Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Μη μου ξαναφύγεις πια”, “Τα Καβουράκια”, “Όταν Πίνεις Στην Ταβέρνα του Βασίλη Τσιτσάνη”. Με τα τραγούδια αυτά καθιερώθηκε στο χώρο της λαϊκής μουσικής. Πέραν του Τσιτσάνη, συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους συνθέτες, μεταξύ των οποίων οι Γιάννης Παπαϊωάννου και Απόστολος Καλδάρας.

Του 1946 έσπασε τα ταμπού της εποχής και έγινε η πρώτη γυναίκα στο πάλκο, έχοντας μία καρέκλα ανάμεσα στους άντρες. Ο έντονος χαρακτήρας της θα τη φέρει συχνά σε ρήξη με τον Τσιτσάνη. Οι καυγάδες, όμως, που αφορούν αυτούς τους δύο δε θα σταθούν εμπόδιο στη συνεργασία τους. Η εκτίμηση της Μπέλλου για τον Τσιτσάνη είναι μεγάλη και οποιαδήποτε ρήξη μεταξύ τους δε θα κρατήσει πολύ. Την περίοδο του εμφυλίου το δίδυμο Μπέλλου – Τσιτσάνης θα διακόψουν τη συνεργασία τους.

Αφορμή θα σταθεί μια παραγγελία. Ένα απ’τα βράδια που γεμίζουν τα μαγαζιά με τις μουσικές τους, πολιτικοί αντίπαλοι της Σωτηρίας της ζητούν επιτακτικά να τραγουδήσει το τραγούδι «του αετού ο γιος». Εκείνη αρνείται και οι θαμώνες αρχίζουν να τη χτυπούν. Η Μπέλλου, αφού σταματάει τη συνεργασία με τον Τσιτσάνη, βρίσκει καταφύγιο στο πλευρό του αγαπημένου της Μάρκου Βαμβακάρη. Σε συνέντευξή της αργότερα θα πει για το περιστατικό: «Έξι άτομα με βαρούσανε στο πάλκο, αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί».

Η Σωτηρία Μπέλλου ζούσε για τα πάθη της.

Έβαζε στοιχήματα για οποιοδήποτε λόγο και σε κάθε ευκαιρία έπαιζε ζάρια. Στα τέλη δεκαετίας του ’50 η Μπέλλου έγινε ανεπιθύμητη στα μαγαζιά που τραγουδούσε. Αρχές του 1960 έπεσε σε βαθιά μελαγχολία.  Για μεγάλο διάστημα δεν τη έβλεπε κανείς πουθενά. Απομονώθηκε και άρχισε να πίνει δίχως μέτρο. Ένα βράδυ έπαθε κρίση και μια φίλης της τη μετέφερε σε ψυχιατρική κλινική. Η διάγνωση ήταν μανιοκατάθλιψη.

Έμεινε για λίγο στην κλινική, αλλά σύντομα το έσκασε. Οικονομικά έχει καταστραφεί και έτσι άρχισε να πουλάει τσιγάρα στα νυχτερινά κέντρα. Ένα απ’ αυτά τα βράδια θα συναντήσει τον Κώστα Καζάκο. Ο Καζάκος θα της γνωρίσει τον Αλέκο Πατσιφά, εγκέφαλο της δισκογραφικής εταιρίας Λύρα. Ο Πατσιφάς θα την επαναφέρει στο φως και θα κάνει τη σπουδαία ρεμπέτισσα, θρύλο.

Το 1966 επέστρεψε δυναμικά.

Ήταν μια παραγωγική χρονιά κατά την οποία άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην καριέρα της. Ηχογράφησε τα τραγούδια “Μην Κλαις” του Ηλία Ανδριόπουλου και “Δε Λές Κουβέντα” του Δήμου Μούτση. Ωστόσο, η συνεργασία της με τον Διονύση Σαββόπουλο είναι αυτή που έχει αφήσει εποχή αφού ο συνθέτης πέρασε την μεγάλη ρεμπέτισσα σε πιο έντεχνους δρόμους. Χαρακτηριστικό κομμάτι τους το «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια». Ο Σαββόπουλος πίστευε τότε ότι είχε γράψει το πιο ωραίο του λαϊκό τραγούδι. Η Σωτηρία Μπέλλου, όμως, όταν θα ολοκληρώσει την ηχογράφηση και βγει από το στούντιο, θα πει στον Σαββόπουλο: “Αχ Διονύση, με έκανες και τραγουδάω ποπ”.

Τον Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας, όταν εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Έχασε τη φωνή της και δύο ημέρες πριν τα 76 γενέθλιά της, στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play

Το σχόλιο σας

Loading Comments