Η διπλωματική και επικοινωνιακή κρίση που ενέσκηψε από την ανάρτηση του ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ ότι Ελλάδα και Τουρκία ξεκίνησαν συνομιλίες για την αποφόρτιση της στρατιωτικής έντασης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αναμενόμενη.
Ο λόγος είναι ότι είναι τόσο το άγχος τους να «ξεπλύνουν» την Τουρκία και να τη γλιτώσουν από τις κυρώσεις, που ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα κάνουν γκάφα. Ιδιαίτερα όταν μιλάμε γιε έναν τύπο ο οποίος δεν φαίνεται να είναι και το πιο κοφτερό μυαλό στη Συμμαχία.
Ο ΓΓ έγραψε ότι «οι δύο σύμμαχοι συμφώνησαν να ξεκινήσουν τεχνικές συζητήσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ για να συσταθεί ένας μηχανισμός στρατιωτικής αποτροπής σύγκρουσης ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι περιστατικών και ατυχημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο». Στην Αθήνα αιφνιδιάστηκαν και η πρώτη αντίδραση ήταν ότι «οι πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας σχετικά με φερόμενες τεχνικές συνομιλίες στο ΝΑΤΟ δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».
Λίγο αργότερα οι ίδιες πηγές πρόσθεταν ότι «η μονομερής εγχείριση εγγράφου με την παράκληση για σχόλια εντός μίας εβδομάδας σε καμία περίπτωση δε συνιστά έναρξη διαλόγου».
Οπότε ο καπνός που βγήκε από τον Στόλτενμπεργκ δεν ήταν χωρίς φωτιά, ο άγαρμπος τρόπος όμως με τον οποίο χειρίστηκε το θέμα οφείλεται στην πρεμούρα του, όπως και των Γερμανών, να παρουσιάσει άμεσα διπλωματική εξέλιξη αποκλιμάκωσης ή δήθεν αποκλιμάκωσης, ώστε να μην χρειαστεί να γίνει συζήτηση για την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 24-25 του μηνός.
Η μεθόδευση είναι η εξής: Ο ΓΓ έδωσε στους στρατιωτικούς αντιπροσώπους των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ ένα έγγραφο με σκέψεις-προτάσεις για τη δημιουργία μηχανισμού αποκλιμάκωσης μέσω συζητήσεων σε τεχνικό επίπεδο, το οποίο μεταβιβάστηκε στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας που με τη σειρά τους το έκαναν κατ’ αρχήν δεκτό, άρα βάση περαιτέρω συζήτησης, υπό την προϋπόθεση ότι θα προηγηθεί η αποχώρηση του Oruc Reis από την ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Ο Στόλτενμνπεργκ επιχείρησε να παρουσιάσει αυτή τη διαδικασία ως έναρξη διαλόγου ώστε να εκβιάσει τετελεσμένο και να παγιδέψει την Ελλάδα ως έχουσα αποδεχθεί διαπραγματεύσεις. Ανεξαρτήτως με το αν η κυβέρνηση με τη στάση της να αποδεχθεί κατ’ αρχήν το έγγραφο άφησε περιθώριο στον ΓΓ του ΝΑΤΟ να σπεκουλάρει, – έπρεπε να απαντήσει ότι μέχρι να σταματήσουν οι προκλήσεις δεν αποδέχεται τίποτα – το μείζον στοιχείο είναι η επιβεβαίωση ότι η Γερμανία και το ΝΑΤΟ θα κάνουν τα πάντα για μην έρθει η ώρα της επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία.
Ουδόλως τους ενδιαφέρει η επιθετική, αναθεωρητική και επικίνδυνη πολιτική της Άγκυρας, τους ενδιαφέρει μόνο να μην την «εξοργίσουν» και να την κρατούν «κοντά», αδιαφορώντας για το αν με τη στάση τους την αποθρασύνουν και το τίμημα της αποθράσυνσης το πληρώνουν Ελλάδα και Κύπρος. Ελλάδα και Κύπρος, λοιπόν, οφείλουν να τελειώνουν με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να υπάρξει αντικειμενική διαμεσολάβηση από τη Γερμανία, από το ΝΑΤΟ ή υπό τις παρούσες συνθήκες από τις ΗΠΑ όσο οι τελευταίες θεωρούν ότι μπορούν να επαναφέρουν την Τουρκία σε ελεγχόμενη κατάσταση.
Οπότε η ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος της Ελλάδας είναι επιβεβλημένη και μονόδρομος, ως ο μόνος τρόπος εξισορρόπησης των πιέσεων, συνοδευόμενος από το μήνυμα ότι ετεροβαρής προσέγγιση των διαμεσολαβητών θα οδηγεί σε παύση διαπραγματεύσεων και εφόσον η συνέχεια δίνεται στο στρατιωτικό πεδίο, δεν θα είναι η Ελλάδα αυτή που θα κινδυνεύει.