People

Μισέλ ντε Γκρες: Οι 100 ζωές ενός πρίγκιπα

Εμεινε ορφανός από 1 έτους και απαρνήθηκε το δικαίωμα στον θρόνο, επιλέγοντας να ζει πάντα στην Ελλάδα χωρίς ονοματεπώνυμο, ως απλός πολίτης - Ο έρωτας, η πίστη στην Ορθοδοξία και η αποκάλυψη του πραγματικού του εαυτού στην Πάτμο που λάτρεψε

Οπως θα εξομολογηθεί αργότερα, θα του πάρει πολύ καιρό μέχρι να ανακαλύψει ότι αυτό που έχει μείνει ανέγγιχτο από την αρχαιότητα είναι ο ελληνικός λαός. Φιλοξενείται εκείνα τα φεγγάρια στο ανάκτορο του Τατοΐου και κάπου αποσβολώνεται νιώθοντας από αμήχανος έως έκπληκτος από τους δουλικούς υπηρέτες, τους πειθήνιους αυλικούς, την υστερόβουλη καμαρίλα. Αλλιώς έχει μάθει στη δημοκρατική Γαλλία. Αρκεί να κάνει ένα νεύμα με τα δάκτυλα ώστε να του πραγματοποιήσουν αμέσως κάθε επιθυμία. Δεν «στραβώνει», αλλά δεν αισθάνεται και άνετα σε αυτή την πρώτη επανασύνδεση με τις ελληνικές του ρίζες.

Ο έρωτας και η άδεια γάμου

Εχει όμως μπει στη ζωή του και, κυρίως, στην καρδιά του, μία μόλις έναν χρόνο νεότερή του κοπέλα από τον κύκλο της επονομαζόμενης τότε «καλής αθηναϊκής κοινωνίας». Η Μαρίνα Καρέλλα, κόρη του βιομηχάνου Θοδωρή Καρέλλα και της η Ελλης Χαλικιοπούλου, ένα καλλιτεχνικά ανήσυχο και δημιουργικά πρωτοπόρο κορίτσι των πρώιμων 60s. Στα δεκαέξι της έχει ξεκινήσει να δουλεύει με τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη που έμενε στον πάνω όροφο του σπιτιού της οικογένειάς της. Συνεργάζεται μαζί του στα σκηνικά των παραστάσεων της «Νόρμα» και της «Μήδειας» με την Ελληνίδα σοπράνο Μαρία Κάλλας στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Καθώς έχει αποφοιτήσει από τη Σχόλη Βακαλό με δάσκαλο τον Παναγιώτη Τέτση, θέλει να σπουδάσει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Από την κοινή τους παρέα ο Μιχαήλ προσφέρεται να της συστήσει τους Παριζιάνους καλλιτέχνες φίλους του, στους οποίους τηλεφωνεί να την εξυπηρετήσουν. Οταν το καλοκαίρι του 1962 εκείνη επιστρέφει πλέον από την Πόλη του Φωτός στην Αθήνα αυτός είναι φαντάρος. Τον καλεί για να τον ευχαριστήσει στο οικογενειακό της σπίτι. Εκεί όπου ο φιλότεχνος πατέρας της έχει συλλέξει και αναρτήσει στους τοίχους έργα του Κλοντ Μονέ, του Αρμάν Γκιγιομέν και άλλων ιμπρεσιονιστών ζωγράφων. Οι δύο νέοι, αντί να χαζέψουν τους πίνακες, φεύγουν ολοταχώς για ολιγοήμερες διακοπές στην Υδρα.

Στο όρος Ερως του νησιού του Αργοσαρωνικού, με πανοραμική θέα, ανταλλάσσουν ρομαντικά όρκους αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης. Σκοπεύουν να παντρευτούν. Δεν είναι και το ευκολότερο όμως. Οι άτεγκτοι των ανακτορικών αναχρονιστικών παραδόσεων και οι ροπαλοφόροι Ηρακλείς του στέμματος αντιδρούν φρικαρισμένοι στην ιδέα να νυμφευτεί ένας γαλαζοαίματος μια κοινή θνητή, απλή υπήκοο του βασιλείου. Την άδεια γι’›αυτόν τον «παράταιρο» γάμο μπορεί να τη δώσει υπό όρους και προϋποθέσεις σε μέλος της βασιλικής οικογένειας μόνο ο βασιλιάς ως ο αρχηγός του ελληνικού κράτους, εν προκειμένω ο ανιψιός του Κωνσταντίνος ο Β’. Ο μέλλων γαμπρός δεν το πολυσκέφτεται. Παραιτείται άμεσα από οποιαδήποτε αξίωση στον ελληνικό θρόνο και απαρνιέται συνειδητά κάθε κληρονομικό δικαίωμα διαδοχής σε αυτόν.

Το ζευγάρι παντρεύεται στο παλάτι της Αθήνας στις 7 Φεβρουαρίου 1965. Κουμπάρος ο βασιλεύς Κωνσταντίνος που τους αλλάζει τα στέφανα, ενώ το μυστήριο του γάμου τελεί ο ιερέας της Αυλής Ιερώνυμος Κοτσώνης, ο επί χούντας μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδας. Οι νεόνυμφοι επιλέγουν να ζήσουν σε μια εξοχική, για την εποχή, κατοικία, στα όρια Μαρουσιού και Κηφισιάς, επί της οδού Ευκαλύπτων, παραπλεύρως του Κτήματος Συγγρού. Εκεί οι δυο τους αφοσιώνονται στην Τέχνη που συναρπάζει τον καθένα. Η Μαρίνα ζωγραφίζει και ο σκέτα, άνευ τίτλου πλέον, Μιχαήλ γράφει. Εκδίδει τη μελέτη «Κρήτη, η χαμένη Ατλαντίδα» και το «Ιστορία, αδερφή μου, υπάρχει μέλλον;», το οποίο λαμβάνει Βραβείο Λογοτεχνίας στο Παρίσι.

Δικτατορία και αυτοεξορία

Τον Δεκέμβριο του 1967, μετά την αποτυχημένη απόπειρα αντιπραξικοπήματος του Κωνσταντίνου για την ανατροπή των χουντικών συνταγματαρχών, τους οποίους ο ίδιος είχε 9 μήνες πριν ορκίσει ως κυβέρνηση, ο βασιλιάς διαφεύγει στο εξωτερικό. Το μόνο μέλος της ελληνικής μοναρχικής οικογένειας που δεν ακολουθεί τον έκπτωτο πια άνακτα στην εξορία είναι ο τέως πρίγκιπας Μιχαήλ. Είναι πλέον απλός πολίτης. Πολιτογραφημένος Ελληνας που ακούει στο ονοματεπώνυμο Μισέλ ντε Γκρες, κάτι σύνηχο τέλος πάντων με το Μιχάλης Δεγκρές. Στα επόμενα τρία χρόνια θα γεννηθούν οι δύο κόρες του ζευγαριού. Η Αλεξάνδρα το 1968 και η Ολγα το 1971, οι οποίες με τους γάμους τους θα χαρίσουν αργότερα στους γονείς τους πέντε εγγόνια.

Η Μαρίνα και ο Μιχαήλ στην εκκίνηση της διεθνούς καταξίωσής τους, εκείνη ως διάσημη εικαστικός και γλύπτρια κι εκείνος ως αναγνωρισμένος συγγραφέας, θα μετακομίσουν στην αρχή της Μεταπολίτευσης από την Ελλάδα στο Παρίσι. Θα εγκατασταθούν στη γαλλική πρωτεύουσα δουλεύοντας ανελλιπώς και κτίζοντας αμφότεροι πετραδάκι-πετραδάκι το δημιουργικό τους κύρος.

Το παριζιάνικο διαμέρισμά τους στη Rue de Poitiers, στο εύπορο 7ο Διαμέρισμα, κοντά στην προκυμαία του Ορσέ στον Σηκουάνα, θα γίνει τόπος συναντήσεων των στενών φίλων τους καλλιτεχνών και διανοουμένων. Ανάμεσά τους οι εικαστικοί Νίκι ντε Σεντ Φαλ με τον σύζυγό της Ζαν Τινγκελί, ο εκδότης Ολιβιέ Ορμπάν, ο εξπρεσιονιστής ζωγράφος και ποιητής Οσκαρ Κοκόσκα, ο συγγραφέας Φρεντερίκ Μιτεράν, ανιψιός του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιτεράν.

Επειτα από έξι χρόνια διαμονής στο Παρίσι το ζευγάρι μετοικεί στη Νέα Υόρκη. Μένει επί 13 χρόνια στο Μανχάταν, με την καριέρα εκάστου στο είδος της τέχνης που υπηρετεί να εκτινάσσεται. Στην αμερικανική μεγαλούπολη των 80s οι δυο τους συναναστρέφονται με τον Αντι Γουόρχολ, τον Μικ Τζάγκερ, τον Αλέξανδρο Ιόλα, τον Βίλεμ ντε Κούνινγκ, τον Ζαν Μισέλ Μπασκιά, ο οποίος εκείνα τα χρόνια είναι βοηθός της Μαρίνας, τον φωτογράφο Ρόμπερτ Μάπλθορπ. Ενα φιλοτεχνημένο ασπρόμαυρο πορτρέτο του τελευταίου που αποτυπώνει την Καρέλλα κοσμεί μέχρι σήμερα το στούντιό της στην Πάτμο. Παράλληλα, οι δυο τους ταξιδεύουν στον κόσμο παραμένοντας ευαίσθητοι και αλληλέγγυοι ανθρωπιστές.

Ο Μισέλ βιώνει μια τραγική εμπειρία όταν ένα 6χρονο κοριτσάκι με καταγωγή από το Πουέρτο Ρίκο και την Κούβα ονόματι Ελίζα -του οποίου την εκπαίδευση έχει αναλάβει ο ίδιος- δολοφονείται άγρια από τη ναρκομανή μητέρα του και τον εραστή της. Η αποτρόπαια ανθρωποκτονία ενός αθώου θύματος γίνεται σοκαριστικό πρωτοσέλιδο και αυτομάτως αιτία για να θεσπιστεί «Ο Νόμος της Ελίζας» που επανακαθορίζει τις ευθύνες του κράτους και των κοινωνικών υπηρεσιών σε ό,τι αφορά την προστασία των παιδιών.

Συγκλονισμένος ο συγγραφέας, αναζητά μαζί με τη συντετριμμένη σύζυγό του κάποιον τρόπο ώστε να αναλάβουν δράση υπέρ των κακοποιημένων ή παραμελημένων παιδιών. Συστήνουν και χρηματοδοτούν το μη κερδοσκοπικό σωματείο ELIZA με σκοπό την πρόληψη, αντιμετώπιση θεραπεία και αποκατάσταση της κακοποίησης των παιδιών. Πρωτοστατούν στη δημιουργία της έδρας του στην οδό Ερμού, στην Αθήνα, καθώς και ενός ξενώνα στο Μαρούσι για κακοποιημένα Ελληνόπουλα. Εδώ, στη χώρα όπου το ζευγάρι θα επιστρέψει, καθώς είναι ο τόπος όπου έχουν τις ρίζες τους και έχει διαμορφώσει την κουλτούρα τους.

Στην Πάτμο

Πάνε περισσότερα από 40 χρόνια από τότε που το ζευγάρι αγόρασε και ανακαίνισε το σπίτι του στη σκιά του μοναστηριού στο Νησί της Αποκάλυψης, την Πάτμο. Εκεί όπου επέστρεφε μετά την πρωινή θερινή τελετουργία του στοχασμού του στο κοντινό παρεκκλήσι ο Μισέλ. Παρέδιδε τα κλειδιά στη Μαρία, τη μαγείρισσα του σπιτιού του, η οποία καθάριζε και φρόντιζε το ξωκλήσι, μέχρι να της τα ξαναζητήσει την επόμενη μέρα. Πίστευε ότι η ποιμαντορική δύναμη της Ελληνικής Εκκλησίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πατρίδα. Και έως ότου να γυρίσει το άλλο πρωί στον τόπο του διαλογισμού του, καθόταν κάτω από ένα πεύκο σε ένα σπιτικό τραπέζι με φρέσκα σύκα, καφέ και κουλουράκια από το τοπικό φουρνάρικο. Για να ασχοληθεί με το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος που κάθε φορά έγραφε με φρέσκια μεσογειακή πνοή. Για τους ντόπιους νησιώτες ήταν ένας ευγενικός, προσιτός και κοινωνικός άνθρωπος με τρανταχτό γέλιο, κάποιες φορές πολυλογάς, αλλά όχι φλύαρος.

Για τον κύκλο των φίλων του ήταν σίγουρα ένας πολυταξιδεμένος κοσμοπολίτης και ενορατικός παρατηρητής. Η περιγραφή του, όμως, δεν χωρούσε σε συμβατικά μονοπάτια, καθώς η ενασχόλησή του με το αχανές ιστορικό πεδίο δεν καλουπωνόταν σε μια αισθητικά γραμμική αφήγηση της προσωπικότητάς του. Θαύμαζαν ωστόσο τον ισχυρό δεσμό συνοχής με τη σύζυγό του έπειτα από 60 χρόνια συμβίωσης. Ηταν γι’› αυτούς δύο όντα τόσο ελεύθερα που συνδέονταν άρρηκτα με την από κοινού απόλυτη ενέργεια αφοσίωσης στη ζωή και προσήλωσης στην τέχνη τους.

Αδιευκρίνιστο πάντως τι αναλογιζόταν σιωπηλά ο συγγραφέας εκείνα τα πρωινά, διαβαίνοντας την ένατη δεκαετία της ζωής του στον τελευταίο επίγειο παράδεισό του στο νησί της Δωδεκανήσου. Μπορεί τα πολύβουα παζάρια του Λιβάνου, του Χαλεπιού, της Κωνσταντινούπολης, τα οποία επανειλημμένα περπάτησε. Ισως πάλι τις μεσογειακές ακτές από την Ταγγέρη ως το Μονακό και από εκεί ως τα Κύθηρα τις οποίες διέπλευσε. Ενδεχομένως τα νοσταλγικά παιδικά του χρόνια στη σκόνη της παραπλήσιας Σαχάρας ή στις μεξικάνικες χασιέντες της Οαχάκα στους πρόποδες της Σιέρα Μάδρε, όπου έμεινε στα νιάτα του. Ποιος ξέρει, ίσως ο νους του να έτρεχε στα στρατόπεδα των τανκ στη Μακεδονία όπου υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Πιθανόν πάλι να αναλογιζόταν τις πολλαπλές επισκέψεις του στην κεντρική Ινδία των ιερών ναών, ποταμών και αγελάδων, των εργόχειρων πολύχρωμων υφαντών από παραδοσιακούς αργαλειούς. Είναι όμως μάλλον βέβαιο ότι συμφωνούσε με την επισήμανση του Σαρτρ ότι τις ιστορίες δεν τις διηγείται η πραγματικότητα, αλλά η γλώσσα των ανθρώπων και η μνήμη.

Μόνο που η δική του μνήμη φαίνεται να απείχε από τους βασιλικούς θυρεούς και τα μοναρχικά παλάτια στα οποία έζησε, φιλοξενήθηκε, διασκέδασε και περιπλανήθηκε. Αριστο ως υλικό για μυθοπλασίες αλλά όχι για προσωπικές εξιστορήσεις. Είχε, άλλωστε, διαλέξει τον δικό του δρόμο για να πορευτεί σε μια γεμάτη εμπειρίες ζωή. Χωρίς να παρεκκλίνει από τη δύσβατη ρητορική ατραπό του αγαπημένου του Γάλλου προγόνου Λουδοβίκου Φιλίππου. Εκείνου του πρώην τυχοδιώκτη, «αστού-πολίτη βασιλιά» και αντισυμβατικού μονάρχη που διακήρυσσε ότι «μπορώ να διαλέγω τους φίλους μου, αλλά όχι το σόι μου».

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο