Ελλάδα

6 Μαΐου: Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα ασκήσασα – Όσιος Σεραφείμ – Δίκαιος Ιώβ

Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα ασκήσασα ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.

Η Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα ασκήσασα Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.

Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα ασκήσασα ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.

Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».

Το 1927 μ.Χ. με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.

Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.

Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ότι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».

Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.

Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς… Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».

Η Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα ασκήσασα αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.

Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 μ.Χ., η Οσία Σοφία αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.

Η Οσία Σοφία, η «ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974 μ.Χ. Στις 7 Ιουλίου 1981 μ.Χ. γίνεται η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία ευωδιάζουν. Στις 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται η δεύτερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ.

Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012 μ.Χ., έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά.

Τόσο την Ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου όσο και τον Παρακλητικό κανόνα και τα Εγκώμια προς την Οσία Σοφία, έγραψε ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, χαρισματούχος Δρ Χαράλαμπος Μπούσιας.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα. Εορτή Οσίας Σοφίας της Κλεισούρας

Σοφίας γέγονας, μῆτερ ἀοίδημε, Σοφία, σέμνωμα, τῆς Θεομήτορος, ἐν τὴ Μονὴ ἀσκητικῶς τὸν βίον σου διελθοῦσα,ὅθεν καὶ ἀπείληφας τῶν καμάτων σου ἔπαινον, κατατραυματίσασσα τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας, καὶ πρέσβειρα Χριστῷ παρεστώσα, μὴ ἐπιλάθου τῶν πόθω τιμώντων σέ.

Όσιος Σεραφείμ που ασκήτευσε στο όρος Δομπού Λεβαδείας

Ο Όσιος Σεραφείμ (το κοσμικό του όνομα ήταν Σωτήρης) γεννήθηκε στο χωριό Ζέλι της Βοιωτίας, από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, οι οποίοι τον γαλούχησαν με τα νάματα του Ευαγγελίου γι’ αυτό και από μικρός ο όσιος, είχε μια κλίση στη μελέτη των Αγίων Γραφών και την ασκητική ζωή. Σε νεαρή ηλικία και παρά την πρόσκαιρη άρνηση των γονέων του, μετέβη στο Μονύδριο του Προφήτη Ηλία, στο όρος Κάρκαρα, όπου έκτισε ναό στο όνομα του Σωτήρος Χριστού και ασκήτευε εκεί.

Γρήγορα η φήμη του έγινε γνωστή και άρχισε να έχει συχνές επισκέψεις από τους γονείς του, φίλους του αλλά και ευσεβείς πιστούς, οι οποίοι κατέφευγαν στον όσιο για να τους συμβουλεύσει και να τους βοηθήσει. Για το λόγο αυτό εγκατέλειψε το αγαπημένο του σπήλαιο και πήγε στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων.

Γρήγορα έφυγε και από αυτή τη Μονή και πήγε στο Μοναστήρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, στο Σαγμάτιο όρος, μεταξύ Βοιωτίας και Εύβοιας. Εκεί γρήγορα έλαμψε ως πνευματικός αστέρας πρώτου μεγέθους και ο ηγούμενος τον έκαρε μοναχό δίδοντάς του το όνομα Σεραφείμ. Αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος.

Λίγο αργότερα και για να αποφύγει τη ματαιοδοξία λόγω της φήμης των αρετών του, ζήτησε την άδεια του ηγούμενου και εγκατέλειψε τη Μονή της μετανοίας του και έφθασε στα δυτικά του Ελικώνα, στην τοποθεσία Δομπού, όπου έκτισε ναό του Σωτήρος, μερικά κελιά και κάλεσε κοντά του μερικούς μοναχούς. Εκεί ασκήτευσε επί δέκα έτη, διδάσκοντας τους άλλους μοναχούς τα σωτήρια διδάγματα της μοναχικής ζωής.

Εκοιμήθη οσιακά σε ηλικία 75 ετών, στις 6 Μαΐου του 1602 μ.Χ. ήμερα της Μεσοπεντηκοστής στις 6 το απόγευμα, αφού προείδε την κοίμηση του και κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως. Εορτή Οσίου Σεραφείμ που ασκήτευσε στο όρος Δομπού Λεβαδείας

Θεῖον βλάστημα, τῆς Βοιωτίας, ἔμπνουν ὄργανον, τῆς ἐγκράτειας, ἀνεδείχθης Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε, σὺ γὰρ Ὅσιων βαδίσας τοὶς ἴχνεσιν, ἀρτιφανῶς ἐν τῷ κόσμῳ ἐξέλαμψας, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Δίκαιος Ιώβ ο Προφήτης

Ο Δίκαιος Ιώβ ο Προφήτης καταγόταν από τη χώρα Αυσίτιδα που βρισκόταν μεταξύ της Ιουδαίας και της Αραβίας και ήταν υιός του Ζαρέθ και της Βασώρας. Προφήτης επί 40 χρόνια, άκμασε περί το 1900 π.Χ. (κατ’ άλλους το 1400 π.Χ.). Παρά τα μυθώδη πλούτη του ήταν θεοσεβής, δίκαιος, ευθύς και άμεμπτος.

Κατά παραχώρηση Θεού, για να τον δοκιμάσει, πειράχθηκε από τον σατανά και απώλεσε πλούτο και κάθε αγαπημένο του πρόσωπο, πλην της συζύγου του, αυτός δε ο ίδιος προσβλήθηκε από βαρύτατη μορφή λέπρας. Λόγω αυτού εξήλθε της πόλεως και διερχόταν το υπόλοιπο του βίου του μέσα σε σπήλαιο, προσευχόμενος και ξύνοντας τις πληγές του για ανακούφιση. Ούτε οι παροτρύνσεις της συζύγου και των φίλων του στάθηκαν ικανές να τον απομακρύνουν από τον Θεό.

Όταν δε τον επισκέφθηκε η σύζυγός του και πλήρης θυμού του είπε: «Μέχρι πότε θα υπομένεις λέγοντας: ιδού, θα περιμένω λίγο ακόμη χρόνο και ελπίζω, ότι θα απαλλαγώ της καταστάσεώς μου; Ιδού η μνήμη σου εξέλιπε από τη γη, διότι οι υιοί και οι θυγατέρες σου, οι επώδυνοι αυτοί καρποί της κοιλίας μου, εξαφανίσθηκαν. Μάταια κόπιασα, για να τους μεγαλώσω. Εσύ δε ο ίδιος κάθεσαι επάνω σε σάπια απορρίμματα σκωληκοβριθή διερχόμενος όχι μόνο τις ημέρες αλλά και τις νύχτες στο ύπαιθρο. Εγώ δε περιπλανιέμαι ως μία υπηρέτρια μεταβαίνουσα από τον ένα τόπο στον άλλον και από τη μια οικία στην άλλη και περιμένω πότε να δύσει ο ήλιος, για να αναπαυθώ από τους σωματικούς κόπους και ψυχικές οδύνες, οι οποίες σήμερα με περισφίγγουν. Πες, λοιπόν, λόγο κατά του Κυρίου και πέθανε».

Αυτός, αφού άκουσε με τη συνήθη πραότητα τους πικρούς αυτούς λόγους της συζύγου του, με μεγάλη θλίψη απάντησε προς αυτήν:

«Διατί ομίλησες έτσι ως μία από τις άφρονες γυναίκες; Αφού δέχθηκες τις τόσες καλές δωρεές από τα χέρια του Θεού, δεν θα υπομείνουμε και τις συμφορές;», παραμένοντας έτσι και πάλι θεοσεβής και άμεμπτος. Μόνο προς στιγμήν, όταν τον επισκέφθηκαν οι τρεις φίλοι του Ελιφάζ, βασιλέας των Θαιμανών, Βαλδάδ, τύραννος των Σαυχέων και Σαφάρ, βασιλέας των Μιναίων, οι οποίοι παρέμειναν σιωπηλοί, αφού τον συντρόφευαν επί επτά ημέρες, το ηθικό του Ιώβ κλονίσθηκε, αλλά αμέσως, διαμέσου της βαθιάς πίστεώς του, ανέκτησε και πάλι αυτό.

Μετά επταετή υπομονή της υπεράνθρωπης αυτής δοκιμασίας, ο Θεός ανταμείβοντας τον Ιώβ, έδωσε σε αυτόν πάλι όλα τα απολεσθέντα αγαθά και τα προσφιλή του πρόσωπα. Ο Δίκαιος Ιώβ έζησε, μετά τη δοκιμασία του, επί εκατόν σαράντα έτη και σε ηλικία διακοσίων σαράντα ετών, περί το 1650 π.Χ., κοιμήθηκε με ειρήνη αποτελώντας υπόδειγμα υπομονής και προσκαρτερίας. Οι άθλοι του περιγράφονται εκτενώς στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ. Δικαίου Ιώβ του Προφήτου

Ὡς τῆς ἀνδρείας ἀκαθαίρετος πύργος, τᾶς τοῦ Βελίαρ ἀπεκρούσω ἑφόδους, καὶ ἀκλινὴς διέμεινας σοφὲ ἐν πειρασμοίς, ὅθεν χαρακτῆρα σε, ἀρραγοῦς καρτερίας, καὶ λαμπρὸν ὑπόδειγμα, ἀρετῶν οὐρανίων, ἡ Ἐκκλησία μέλπει σε Ἰώβ, λαμπρυνομένη, τοὶς σοὶς προτερήμασι.

ΠΗΓΗ: proseuxi.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο