Οι δύο προσκεκλημένοι βουλευτές τοποθετήθηκαν για τη συμπλήρωση 80 ετών από τη νίκη εναντίον των δυνάμεων του ναζισμού και την επανεμφάνιση της άκρας δεξιάς σε ευρωπαϊκή κλίμακα, αποτίμησαν τη θέση της Ελλάδας στον πόλεμο που διεξάγεται ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, διαφοροποιήθηκαν στο ζήτημα της αντιμετώπισης των κρουσμάτων βίας στους πανεπιστημιακούς χώρους, διατύπωσαν τις διακριτές θέσεις τους ως προς τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και εξέφρασαν τις απόψεις τους για την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική.
«Να πείσουμε τους πολίτες ότι οι λύσεις θα προέλθουν από την αστική δημοκρατία και το Λαϊκό Κόμμα»
Ερωτηθείς, συγκεκριμένα, για τα μηνύματα από τη συμπλήρωση 80 ετών από τη νίκη εναντίον του ναζισμού, ο κ. Θάνος Πλεύρης (ΘΠ) απάντησε πως «κατά βάση, μετά το 1945, η Ευρώπη δεν έζησε τους πολέμους που έζησε στο πρώτο μισού του εικοστού αιώνα. Και όσο απομακρυνόμαστε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι πιθανό ορισμένοι να ξεχνούν τις συνθήκες που οδήγησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και μέρος των νεαρότερων ηλικιών στρέφονται προς την άκρα δεξιά, χωρίς να έχουν επίγνωση τού τι ήταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και πώς οδηγήθηκε η Ευρώπη σε αυτόν. Για παράδειγμα, αν συζητούσαμε πριν από 15 χρόνια για την περίπτωση της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, θα ήταν αδιανόητο να μιλήσεις για πολιτικό κόμμα που εκφράζει θέσεις, που βρίσκονται τόσο πολύ μακριά από τη δημοκρατία. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα. Το μεγάλο ζήτημα, και το λέω αυτό εγώ που αυτοπροσδιορίζομαι ως δεξιός πολιτικός, είναι το πώς θα πείσεις αυτούς τους πολίτες ότι οι λύσεις θα έρθουν από την αστική δημοκρατία, θα έρθουν από το Λαϊκό Κόμμα. Και σίγουρα, η Ρωσία είναι ένας σημαντικός παράγοντας, αλλά και η Ρωσία δεν πρέπει να προβαίνει σε μονομερείς ενέργειες και να αμφισβητεί το δικαίωμα μιας κυρίαρχης χώρας για το πώς θα κινηθεί».
«Να εγκαταλείψουμε την τακτική του δεδομένου συμμάχου»
Απαντώντας στο ίδιο ερώτημα, ο κ Νίκος Παππάς (ΝΠ) τόνισε, από την πλευρά του, πως «η ακροδεξιά είναι το πρόβλημα. Θεωρώ ότι η αναγέννηση ακροδεξιών αφηγημάτων εδράζεται σε μια προσπάθεια ιστορικού αναθεωρητισμού, το οποίο παντρεύτηκε με μια κυρίαρχη αντίληψη στην Ευρώπη, με βάση την οποία αν κάθε χώρα ξεχωριστά λύσει τα προβλήματά της, τότε το σύνολο της Ένωσης θα ευημερήσει. Αυτή η λογική διαψεύστηκε, αλλά γέμισε, κατά τη διάρκεια της κρίσης, τα ιδεολογικά και πολιτικά ντεπόζιτα της ακροδεξιάς. Εδώ χρειάζεται μια Ευρώπη, η οποία να εμβαθύνει, μια Ευρώπη, η οποία θα αναπτύσσει οικονομικά εργαλεία όπως αυτά που υπάρχουν σε άλλες ομοσπονδίες όπως στις ΗΠΑ. Αλλιώς, θα πέσουμε στην παγίδα εθνικών αναδιπλώσεων, σε ένα σύνολο, που θα είναι εξαιρετικά ευάλωτο στους σχεδιασμούς μεγάλων δυνάμεων. Μια Ευρώπη, η οποία δεν έχει τη Βρετανία και συναγελάζεται με τον κ. Φιντάν, που δεν είναι στην Ευρώπη, δεν μπορεί να νοηθεί σαν πολιτικό πείραμα, αν δομείται επάνω στην ιδέα ότι θα χτίζουμε μια σύγκρουση δεκαετιών με τη Ρωσία. Αυτό είναι μια επικίνδυνη οδός. Η Ρωσία παρανομεί, αλλά εμείς έχουμε μια άλλη απειλή, η οποία έρχεται από την Ανατολή. Η τακτική του δεδομένου συμμάχου είναι μια τακτική που έρχεται από πάρα πολύ παλιά, δεν είναι τακτική που υιοθετήθηκε ακόμη και από συντηρητικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα, και βρισκόμαστε μπροστά στα αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει αυτή η επιλογή όταν ξέσπασε η κρίση. Η Ελλάδα πρέπει, βέβαια, να είναι με το διεθνές δίκαιο, αλλά δεν έχουμε κανέναν λόγο ως προς το ΑΕΠ να είμαστε στην κορυφή της λίστας των δυνάμεων που έχουν εξοπλίσει την Ουκρανία».
«Κάθε χώρα πρέπει να ζυγίζει και το τι θα γίνει στο μέλλον-Όχι να κόψει τους δεσμούς με τη μισή υφήλιο»
Μιλώντας, στη συνέχεια, για το γεγονός ότι η Ελλάδα απέστειλε κυρίως παλαιό πολεμικό υλικό στην Ουκρανία, ο ΝΠ υπογράμμισε πως «προφανώς, συμβαίνει αυτό. Ωστόσο, κάθε χώρα πρέπει να ζυγίζει και το τι θα γίνει στο μέλλον. Όχι να κόψει τους δεσμούς με τη μισή υφήλιο».
Από τη μεριά του, ο ΘΠ υποστήριξε πως «προφανώς, έχει παρανομήσει η Ρωσία. Εμείς έχουμε τον επιπλέον λόγο που δεν μπορούμε να προσπεράσουμε, ότι πρέπει να συνάδουμε απόλυτα με τις επιταγές του διεθνούς δικαίου, γιατί ακριβώς η Τουρκία προσπαθεί να κάνει έναν αναθεωρητισμό σε συνθήκες και η ίδια έχει δημιουργήσει μια de facto κατοχή στην Κύπρο. Η κριτική που γίνεται από την αντιπολίτευση είναι, για να το πω λαϊκά, γιατί έπρεπε να είμαστε πρώτο τραπέζι πίστα και δεν ήμασταν λίγο πιο πίσω».
«Προτεραιότητα της κυβέρνησης, η προάσπιση του δημοσίου Πανεπιστημίου»
Αναφερόμενος στο ζήτημα της αντιμετώπισης της βίας στα Πανεπιστήμια, ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας επισήμανε πως «τα προβλήματα των ελληνικών πανεπιστημίων είναι πολλά. Έχει υπάρξει η μεγαλύτερη χρηματοδότηση των τελευταίων δέκα ετών. Γίνεται μια προσπάθεια αναβάθμισης των ελληνικών πανεπιστημίων. Κι υπάρχει ένα κομμάτι, όπου η κυβέρνηση πήγε καλά, με την κυβέρνηση να έχει καταφέρει να λήξει μακροχρόνιες καταλήψεις. Στο σκέλος όμως του ελέγχου στις εισόδους και της αστυνόμευσης, δεν πετύχαμε. Άρα, πρέπει να υπάρξουν εναλλακτικοί τρόποι, που να εξασφαλίσουν ότι όπως πήγαμε καλά στο κομμάτι των μακροχρόνιων καταλήψεων, έτσι να πάμε καλά και σε αυτό το κομμάτι. Θεωρώ ότι το να υπάρχουν πειθαρχικές διώξεις για κάποιον που αποδεδειγμένα κάνει μια παράνομη πράξη, με μια διασφάλιση πάντοτε και του τεκμηρίου αθωότητας, γιατί μπορεί να αρνείται οτιδήποτε, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Δυστυχώς, στα ελληνικά πανεπιστήμια, υπάρχει μια αριστερή αντίληψη, ότι οτιδήποτε είναι αριστερό μπορεί να μην αγγίζεται μέσα στο πανεπιστήμιο και αντιστοίχως, αν κάποιος εκφράσει μια άλλη θέση από την κρατούσα αριστερή ή να εφαρμόσει το νόμο, αυτό πρέπει να ολοκληρωθεί και να λήξει. Και όσον αφορά το ιδιωτικό πανεπιστήμιο, αυτό δεν είναι για εμάς δαιμονοποίηση, αλλά δεν είναι και η προτεραιότητα. Η προτεραιότητά μας είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο. Προσωπικά, πιστεύω απόλυτα το δημόσιο πανεπιστήμιο».
«Δεν είναι γκέτο το δημόσιο Πανεπιστήμιο»
Από την πλευρά του, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε πως «πιστεύουμε ότι μόνο ένα μαζικό δημοκρατικό φοιτητικό κίνημα είναι αυτό που μπορεί να υπερασπίσει το δημόσιο πανεπιστήμιο και την εικόνα του και την ουσία του. Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο δεν είναι ένα πανεπιστήμιο, στο οποίο υπάρχουν γενικά φαινόμενα βίας. Δεν πρόκειται για γκέτο. Οι πράξεις ακραίας βίας είναι ποινικά κολάσιμες. Όμως, αυτές δεν χαρακτηρίζουν το δημόσιο πανεπιστήμιο. Υπάρχουν φύλακες σε όλα τα πανεπιστήμια, ως υπάλληλοι του ιδρύματος. Δεν βλέπω μια γενικευμένη εικόνα βίας στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο».
«Μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων συνοδευόμενη από αξιολόγηση»
Κληθέντες να τοποθετηθούν για το θέμα της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, οι δύο βουλευτές υποστήριξαν:
ΘΠ: «Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, όπως τη γνωρίζαμε, είχε να κάνει με την προστασία από την αλλαγή της πλειοψηφίας στην κυβερνητική εξουσία. Όμως, σήμερα, για να απολυθεί κάποιος από το ελληνικό δημόσιο, θα πρέπει να έχει διαπράξει ένα βαρύτατο ποινικό αδίκημα. Η αξιολόγηση θα βοηθάει και σε βελτίωση των υπηρεσιών και στο να επιβραβεύεται αυτός που είναι καλύτερος και να βελτιώνεται αυτός που είναι χειρότερος και αν δεν πληροίς κάποιες προϋποθέσεις και δείχνεις ότι είσαι πλήρως ανεπαρκής και δεν εγγυάται κάποιος τη μονιμότητα, αυτό είναι για μένα ένα θέμα, που πρέπει να ανοίξει.
Στην προσωπική μου θέση και στην πρόταση που θα κάνω, δεν ξέρω αν αυτό θα υιοθετηθεί, στις συζητήσεις που θα συμμετέχω θα υποστηρίξω πως θα πρέπει να αναθεωρηθεί το άρθρο της μονιμότητας και να συνδυαστεί με την αξιολόγηση. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να αρνείται κάποιος την αξιολόγηση. Προφανώς, η αξιολόγηση θα γίνεται με μια ανεξάρτητη διαδικασία. Η συνταγματική αναθεώρηση έχει το πλεονέκτημα να «αποκαλύπτει» τις θέσεις των πολιτικών κομμάτων».
«Το ζήτημα της μονιμότητας και της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, προανάκρουσμα για μελλοντική συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ»
ΝΠ: «Είμαστε ενώπιον ενός θέματος (μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων), που θα αποτελέσει το έδαφος των συγκλίσεων της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ και ενδεχομένως να είναι και προανάκρουσμα για κάποια μελλοντική συγκυβέρνηση. Στρώνεται το έδαφος. Εμείς βάζουμε τα ερωτήματα. Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων βρίσκεται στον πυρήνα των ισορροπιών που κατακτήσαμε εδώ και χρόνια. Στον πυρήνα της μεταπολιτευτικής ομαλότητας θα βρούμε στοιχεία μιας συμφωνίας κυρίων προερχόμενων από τις δυο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις. Αυτό αποτυπωνόταν κυρίως στη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και στο θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν είμαστε υπέρ ενός κράτους λάφυρου».
«Τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης ανακουφίζουν οικονομικά τους πολίτες»
Σε ερώτημα σχετικό με τη μειωμένη αγοραστική δύναμη των πολιτών, ο ΘΠ ανέφερε πως «ανακοινώνουμε διαρκώς μέτρα. Παρά τις προσπάθειες και τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού, υπάρχει μια εισοδηματική μείωση των πολιτών. Οι πολίτες επιθυμούν και το πλαίσιο της αγοράς να είναι καλύτερο, όχι μόνο να αυξάνεται το εισόδημά τους. Προς αυτή την κατεύθυνση αυτή, λαμβάνονται μέτρα από την κυβέρνηση, όπως είναι η επιστροφή ενοικίου. Τα μέτρα μας ανακουφίζουν έως ένα βαθμό. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έχει προαναγγείλει ότι στη ΔΕΘ θα υπάρξει το καλύτερο δυνατό πλαίσιο, προκειμένου να γίνει ακόμη μεγαλύτερη στήριξη (των πολιτών). Έχουμε αποδείξει ότι ενισχύουμε τα εισοδήματα, με βάση πάντοτε τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας».
«Η Ελλάδα είναι προτελευταία στην αγοραστική δύναμη χώρα στην Ευρώπη»
Από τη μεριά του, ο κ. Νίκος Παππάς διαφοροποιήθηκε, λέγοντας ότι «η Ελλάδα είναι προτελευταία στην αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη, μόνο από τη Βουλγαρία. Αυτό σημαίνει ότι από το 2019 και μετά, ακολουθείται μια οικονομική πολιτική, η οποία εξυπηρετεί λίγους. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώνεται ραγδαία ακριβώς λόγω του πληθωρισμού. Πριν από λίγες ημέρες, είχαμε ένα μείζων οικονομικό γεγονός. Το κράτος διαπίστωσε ότι μάζεψε 5% παραπάνω έσοδα από έξοδα. Μιλάμε για το τερατώδες ποσόν των 11,5 δις ευρώ. Ακολούθησε η ανακοίνωση των μέτρων για τους πολίτες. Ο Κυριάκος Πιερρακάκης όμως πήγε στο ΔΝΤ και είπε ότι από φέτος και για τα επόμενα έξι χρόνια θα δίνει 5 δις για την αποπληρωμή δανείων. Όμως, αυτά τα 5 δις στα χέρια μιας κυβέρνησης που ξέρει τι να τα κάνει, μπορούν να δημιουργήσουν ανάπτυξη πολλαπλάσια από το μικρό τόκο. Είναι τα διακρατικά δάνεια του πρώτου δανεισμού. Και αυτό το κάνει η κυβέρνηση γιατί εκτιμά πως οι απόλυτοι αξιολογητές της πορείας της ελληνικής οικονομίας είναι οι οίκοι αξιολόγησης».
Πηγή: pagenews.gr