Πώς ο Τραμπ άλλαξε στάση απέναντι σε Ισραήλ – Ιράν

Πηγή Φωτογραφίας: MPR News, Trump administration freezes $2.2 billion in grants to Harvard over campus activism
Μέχρι το τέλος του περασμένου μήνα, οι αμερικανικές υπηρεσίες κατασκοπείας που παρακολουθούσαν τις στρατιωτικές δραστηριότητες του Ισραήλ και τις διεργασίες εντός της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, είχαν καταλήξει σε ένα συνταρακτικό συμπέρασμα: ο πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου σχεδίαζε μια άμεση επίθεση στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, με ή χωρίς τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οπως σημειώνουν σε εκτενές ρεπορτάζ τους οι New York Times, εδώ και πάνω από δέκα χρόνια ο Ισραηλινός πρωθυπουργός προειδοποιούσε πως είναι απαραίτητη μια συντριπτική στρατιωτική επίθεση κατά του Ιράν για την αποτροπή των πυρηνικών φιλοδοξιών του. Ωστόσο, πάντα υποχωρούσε υπό τις πιέσεις των (εκάστοτε) Αμερικανών προέδρων που, φοβούμενοι τις συνέπειες μια νέας ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή, κρατούσαν αποστάσεις από ενδεχόμενη εμπλοκή τους.
Ωστόσο, αυτή τη φορά, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες διέβλεπαν ένα όχι περιορισμένης έντασης και διάρκειας πλήγμα του Ισραήλ στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, αλλά μια πολύ πιο εκτεταμένη επίθεση που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το ίδιο το ιρανικό καθεστώς. Και, κυρίως, κατέγραφαν την πρόθεση Νετανιάχου να προχωρήσει μόνος του, αν χρειαζόταν, αναφέρει το δημοσίευμα.
Οι πληροφορίες αυτές έφεραν τον Τραμπ προ δύσκολων επιλογών. Ο ίδιος είχε επενδύσει σε μία διπλωματική εκστρατεία πειθούς του Ιράν, ώστε να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες περί ανάπτυξης πυρηνικού όπλου και είχε ήδη αποκρούσει μια προσπάθεια του Νετανιάχου, τον Απρίλιο, να τον πείσει για στρατιωτική επίθεση στο Ιράν. Κατά τη διάρκεια ενός τεταμένου τηλεφωνήματος στα τέλη Μαΐου, σύμφωνα με τους ΝΥΤ, ο Τραμπ προειδοποίησε και πάλι τον Ισραηλινό ηγέτη κατά μιας μονομερούς επίθεσης που θα «βραχυκύκλωνε» τη διπλωματία.
Κόντρα στους ισραηλινούς ισχυρισμούς, ανώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ δεν είχαν στα χέρια τους νέες πληροφορίες που να δείχνουν πως οι Ιρανοί επείγονταν να κατασκευάσουν πυρηνική βόμβα – μια κίνηση που θα δικαιολογούσε ένα προληπτικό χτύπημα, γράφουν οι ΝΥΤ.
Ωστόσο, βλέποντας πως πιθανότατα δεν θα ήταν σε θέση να αποτρέψουν αυτή τη φορά τον Νετανιάχου αλλά και ούτε να ηγηθούν των εξελίξεων, οι σύμβουλοι του Τραμπ εξέτασαν τις επιλογές τους.
Στο φάσμα των επιλογών αυτών περιλαμβανόταν από τη μία η μη εμπλοκή και η απόφαση σε δεύτερο χρόνο των επόμενων βημάτων και από την άλλη η άμεση συμμετοχή στη στρατιωτική επίθεση του Ισραήλ, ενδεχομένως σε σημείο που να επιβάλει την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν.
Ο Τραμπ επέλεξε τη μέση οδό, προσφέροντας στο Ισραήλ αρχικά μια κεκαλυμμένη υποστήριξη για την επίθεσή του και αυξάνοντας στη συνέχεια την πίεση στην Τεχεράνη για άμεσες παραχωρήσεις.
Πέντε ημέρες μετά τις πρώτες ισραηλινές επιδρομές, η στάση του Τραμπ παραμένει μεταβαλλόμενη. Η κυβέρνηση αρχικά πήρε αποστάσεις από τα πλήγματα, αλλά στη συνέχεια –και καθώς οι επιθέσεις αποδεικνύονταν επιτυχείς– έγινε πιο υποστηρικτική προς το Τελ Αβίβ.
Πλέον, ο Τραμπ εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο αποστολής αμερικανικών αεροσκαφών, ανεφοδιαστικών και βομβαρδιστικών, σε μια προσπάθεια εξάλειψης της υπόγειας πυρηνικής εγκατάστασης του Ιράν στο Φορντό με βόμβες βάρους 15 τόνων.
Διεργασίες και παρασκήνιο
Οπως επισημαίνει η αμερικανική εφημερίδα για το παρασκήνιο των διεργασιών που οδήγησαν στο ισραηλινό χτύπημα, Τραμπ και Νετανιάχου είναι δύο ηγέτες που μοιράζονται έναν κοινό στόχο, την αποτροπή του Ιράν από την απόκτηση πυρηνικού όπλου, και ισχυρούς πολιτικούς και προσωπικούς δεσμούς. Ομως, «εδώ και καιρό, η σχέση τους ταλανίζεται από δυσπιστία».
Οπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, «για τον Νετανιάχου, οι τελευταίοι μήνες σηματοδότησαν το τέλος μακροχρόνιων προσπαθειών να “καλοπιάσει” τις ΗΠΑ, ώστε να υποστηρίξουν ή τουλάχιστον να ανεχθούν την επιθυμία του να επιφέρει πλήγμα στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Φαίνεται ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός σωστά εκτίμησε πως ο Τραμπ θα μεταπειθόταν, έστω και χωρίς ιδιαίτερη προθυμία».
Σύμφωνα με τους ΝΥΤ, η τρέχουσα κρίση αποκαλύπτει και τα ρήγματα στις τάξεις των Ρεπουμπλικανών, μεταξύ εκείνων που τείνουν να υπερασπίζονται αντανακλαστικά το Ισραήλ και εκείνων που είναι αποφασισμένοι να εμποδίσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλακούν περαιτέρω στον κύκλο της βίας στη Μέση Ανατολή.
«Ίσως πρέπει να τον βοηθήσουμε»
Οταν, την Κυριακή 8 Ιουνίου, ο Τραμπ συναντιόταν με τους κορυφαίους συμβούλους του στο δασώδες προεδρικό καταφύγιο του Καμπ Ντέιβιντ για να εξετάσουν τη ραγδαία εξελισσόμενη κατάσταση, ο διευθυντής της CIA, Τζον Ράτκλιφ, έδωσε μια ωμή εκτίμηση, σύμφωνα με το δημοσίευμα: Ηταν πολύ πιθανό, είπε, πως το Ισραήλ θα έπληττε σύντομα το Ιράν, με ή χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως λένε στους ΝΥΤ δύο άτομα με γνώση της συνάντησης.
Ο πρόεδρος κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού στην αίθουσα συνεδριάσεων του Laurel Lodge. Δεν υπήρχαν διαφάνειες, παρά μόνο χάρτες που είχε ετοιμάσει ο πρόεδρος του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Νταν Κέιν. Επί δυόμισι ώρες, αυτός και ο Ράτκλιφ περιέγραφαν τις εκτιμήσεις τους για την επικείμενη ισραηλινή επίθεση. Η Γκάμπαρντ απουσίαζε από τη συγκεκριμένη συνάντηση.
Την επομένη της συνάντησης του Καμπ Ντέιβιντ, τη Δευτέρα 9 Ιουνίου, ο Τραμπ επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, ο οποίος ήταν κατηγορηματικός: «Η επιχείρηση ήταν έτοιμη».
Σύμφωνα με τρία άτομα με γνώση της τηλεφωνικής αυτής επικοινωνίας, ο Νετανιάχου εξέθεσε τις προθέσεις του, αποκαλύπτοντας πως το Ισραήλ διαθέτει ανθρώπους και σε ιρανικό έδαφος.
«Ο Τραμπ εντυπωσιάστηκε από την εφευρετικότητα του ισραηλινού στρατιωτικού σχεδιασμού», σημειώνουν οι ΝΥΤ και, παρότι δεν δεσμεύτηκε για τίποτα, μετά τη λήξη της κλήσης είπε στους συμβούλους του: «Νομίζω ότι ίσως πρέπει να τον βοηθήσουμε».
Παρ’ όλα αυτά, όπως αποκάλυψαν διάφορες πηγές στους ΝΥΤ, ο πρόεδρος παρέμενε διχασμένος για το πώς πρέπει να κινηθεί, ρωτώντας τους συμβούλους του καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας. «Ηθελε να διαχειριστεί το Ιράν με τους δικούς του όρους, όχι με τους όρους του Νετανιάχου, τονίζοντας την αυτοπεποίθησή του στη σύναψη συμφωνιών. Αλλά είχε αρχίσει να πιστεύει ότι οι Ιρανοί τον παρέσυραν».
Δημοσίως, ο Τραμπ εξακολούθησε να τονίζει τη σημασία να δοθεί ευκαιρία στη διπλωματία. «Και ενώ με τον τρόπο αυτό δεν είχε σκοπό να εξαπατήσει τους Ιρανούς σχετικά με την αμεσότητα μιας πιθανής επίθεσης από το Ισραήλ, η πιθανότητα να μη θέσει το Ιράν σε αυξημένη ετοιμότητα ήταν ένα ευπρόσδεκτο παράπλευρο κέρδος», δήλωσε Αμερικανός αξιωματούχος που συμμετείχε στις συζητήσεις.
Η πρώτη επίσημη δήλωση από την κυβέρνηση μετά τις πρώτες ισραηλινές επιθέσεις δεν έγινε από τον Αμερικανό πρόεδρο, αλλά από τον υπουργό Εξωτερικών. Ο Μάρκο Ρούμπιο κράτησε αποστάσεις από την ισραηλινή επιχείρηση, χωρίς αναφορές περί στήριξης του στενότερου συμμάχου του στην περιοχή – αν και οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ήδη παρείχαν στήριξη στο Ισραήλ.
Καθώς οι ώρες περνούσαν και οι Ισραηλινοί κατάφεραν μια σειρά πληγμάτων ακριβείας κατά ιρανικών στρατιωτικών ηγετών και στρατηγικών εγκαταστάσεων, ο Τραμπ άρχισε να αλλάζει τη δημόσια στάση του, περιγράφεται στο δημοσίευμα.
«Και όταν ξύπνησε το πρωί της Παρασκευής, το αγαπημένο του τηλεοπτικό κανάλι, το Fox News, μετέδιδε εκτενώς εικόνες από αυτό που παρουσίαζε ως στρατιωτική ιδιοφυΐα του Ισραήλ. Τότε, ο Τραμπ δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο να διεκδικήσει κάποια εύσημα για τον εαυτό του», σχολιάζει η εφημερίδα.
Σε επικοινωνία του με δημοσιογράφους, σύμφωνα με τους ΝΥΤ, άρχισε να υπαινίσσεται ότι είχε παίξει μεγαλύτερο παρασκηνιακό ρόλο στον πόλεμο από ό,τι ο κόσμος είχε αντιληφθεί. Κατ’ ιδίαν, φέρεται να είπε σε κάποιους έμπιστους πως πλέον έκλινε προς μια πιο σοβαρή κλιμάκωση: να συνταχθεί με το αίτημα του Ισραήλ περί αποστολής ισχυρών βομβών που θα ανατινάξουν και θα καταστρέψουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν στο Φορντό.
Μόλις τη Δευτέρα, ο Τραμπ άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο συνάντησης του Στιβ Γουίτκοφ (σ.σ.: ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή) ή ακόμη και του αντιπροέδρου Βανς με Ιρανούς αξιωματούχους στο πλαίσιο εντατικοποίησης της διπλωματίας για μια συμφωνία. Ωστόσο, καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος εγκατέλειπε πρώιμα και εσπευσμένα την G7 και τον Καναδά, «λίγες ενδείξεις υπήρχαν πως η σύγκρουση θα τερματιζόταν γρήγορα μέσω της διπλωματίας».
Πηγή: Pagenews.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας