Ο Ντόναλντ Τραμπ συνήθιζε να αστειεύεται ότι θα μπορούσε να πυροβολήσει κάποιον στην Πέμπτη Λεωφόρο χωρίς να χάσει υποστήριξη. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το βασιλικό παλάτι της Χάγης, όπου ο Αμερικανός πρόεδρος έτυχε ηρωικής υποδοχής, παρά το γεγονός ότι έχει επιτεθεί αδιάκοπα, έχει ταπεινώσει και έχει αμφισβητήσει τη χρησιμότητα του ΝΑΤΟ και των Ευρωπαίων συμμάχων.
Ακόμη και καθώς ο Τραμπ εξέφραζε την επιφύλαξή του για το αν οι δεσμεύσεις του ΝΑΤΟ εξακολουθούν να ισχύουν, ο επικεφαλής της Συμμαχίας, Μαρκ Ρούτε, φρόντισε να τον υποδεχθεί με διπλωματική θερμότητα και θετικό κλίμα. Η αμερικανική επίθεση στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, παρά την προφανή απόρριψη των ευρωπαϊκών διπλωματικών προσπαθειών της τελευταίας δεκαετίας, επαινέθηκε ως «πραγματικά εξαιρετική». Η απόφαση για υπερδιπλασιασμό των στόχων δαπανών για την άμυνα, άλλη μία εμμονή του Τραμπ, χαρακτηρίστηκε «μεγάλη επιτυχία». Ακόμη και ο Γερμανός Φρίντριχ Μερτς χαρακτήρισε τον βομβαρδισμό του Ιράν από το Ισραήλ ως την απαραίτητη «βρώμικη δουλειά» που έπρεπε να γίνει για τον περιορισμό του πυρηνικού οράματος της Τεχεράνης.
Αυτό προφανώς ονομάζεται πολιτική, αυτό, δηλαδή, που θεωρούν οι Ευρωπαίοι αναγκαίο να κάνουν για να διατηρήσουν μια συμμαχία στην οποία οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 70% των δυνατοτήτων. Η ρητορική του «Πρώτα η Αμερική» του Αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς τον Φεβρουάριο έχει ξεχαστεί, μπροστά σε αυτό που φαίνεται να είναι μια μεταστροφή των ΗΠΑ από τον απομονωτισμό του κόσμου του MAGA. Άλλωστε, ο Τραμπ έδωσε το πράσινο φως για τη ρίψη διατρητικών βομβών, διακήρυξε δημοσίως ότι κάνει «τον κόσμο πιο ασφαλή» και παρουσίασε το είδος της ισχυρής αποτροπής που οι Ευρωπαίοι αναζητούν, την ώρα που η Ρωσία συνεχίζει να βομβαρδίζει την Ουκρανία. «Chapeau», όπως λένε οι Γάλλοι. Ίσως τελικά ο παγκόσμιος χωροφύλακας να πειστεί να καθυστερήσει τη «συνταξιοδότησή» του, εάν η Ευρώπη αυξήσει θεαματικά τις αμυντικές της δαπάνες.
Ωστόσο, αυτό κινδυνεύει να αποτελέσει μία εσφαλμένη ανάγνωση του «υπομνήματος» από τη Μέση Ανατολή. Ο ειδικός σε θέματα εξωτερικής πολιτικής Στίβεν Α. Κουκ έχει υποστηρίξει ότι η επέμβαση του Τραμπ στο Ιράν ήταν μια νίκη του οπορτουνισμού επί της ιδεολογίας – «Ο Τραμπ αγαπά τους νικητές, και, λοιπόν, οι Ισραηλινοί τα κατάφερναν περίφημα». Ήταν επίσης μια νίκη του μονομερισμού έναντι των συμμαχιών, με τους Ευρωπαίους να μένουν στο σκοτάδι και στο περιθώριο από το πιο ισχυρό άτομο στον κόσμο, όπως το έθεσε η Γαλλίδα διπλωμάτης Σιλβί Μπερμάν. Και από πλευράς προτεραιοτήτων, έθεσε το Ιράν πάνω από τη Ρωσία. Η επιβολή περιορισμών σε έναν περιφερειακό επίδοξο ηγεμόνα δεν αποτελεί γενικό πρότυπο, όπως φάνηκε και από τη μετέπειτα «πολύ ωραία» συνομιλία του Τραμπ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Είναι βέβαια δύσκολο να προσδιοριστεί το πού ακριβώς βρισκόμαστε ανάμεσα στην Pax Americana, που επί δεκαετίες διατηρούσε μια παγκόσμια τάξη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, και στην εναλλακτική του MAGA, που προκρίνει την αυτοσυγκράτηση και την περιστολή, ιδίως στην Ευρώπη. Ο Τραμπ δεν είναι ούτε συνεπής ούτε προσεκτικός. Ίσως να μην καταφέρει να επιτύχει την αποκλιμάκωση που λέει ότι θέλει.
Αλλά εκ πρώτης όψεως, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά στοιχεία εδώ που συνάδουν με μια απομάκρυνση από το παλιό μοντέλο της παγκόσμιας ηγεμονίας και προς αυτό που ονομάζεται «υπεράκτια εξισορρόπηση» – παρεμβαίνοντας μόνο όταν είναι απαραίτητο για να διατηρηθούν οι επίδοξοι ηγεμόνες περιορισμένοι και εξαρτώμενοι από περιφερειακούς συμμάχους για να κάνουν αυτό που ο Μερτς θα μπορούσε να αποκαλέσει «βρώμικη δουλειά».
Δεδομένης της έλλειψης σαφήνειας για το πού πραγματικά κατευθύνεται η αμερικανική πολιτική, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι θα έκαναν καλύτερα να αναρωτηθούν για τις στρατηγικές εξαρτήσεις τους, αντί να ακολουθούν όλο και περισσότερο τη γραμμή Ρούτε για τη διατήρησή τους. «Αυτή είναι μια ανθυγιεινή σχέση», λέει ο Κρίστοφερ Λέιν, διακεκριμένος καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Texas A&M. Η υπόσχεση για δαπάνες ύψους 5% του ΑΕΠ για την άμυνα μπορεί να είναι νίκη για τον Τραμπ, αλλά δεν είναι ρεαλιστική για τις ευρωπαϊκές χώρες που μόλις τώρα κατάφεραν να φτάσουν το 2%, ούτε και βοηθά να κατανοήσουμε πού ακριβώς πρέπει να κατευθυνθούν αυτά τα χρήματα για να καλυφθούν τα κενά μιας αξιόπιστης, ευρωπαϊκής αποτροπής. Υπό αυτή την έννοια, η αντίδραση της Ισπανίας λέει φωναχτά αυτό που οι άλλοι σκέφτονται σιωπηλά.
Αντί να αφήσει τη σκυτάλη στον Τραμπ για να ορίσει το τέμπο του επανεξοπλισμού, η Ευρώπη πρέπει να ανακαλύψει τον εσωτερικό της Ντε Γκολ – ή έστω ηγέτες αντάξιους του ονόματος. Ο Μερτς και ο Εμανουέλ Μακρόν δείχνουν μια ενιαία στάση, αλλά αυτό πρέπει να υπερβεί τις οικονομικές δεσμεύσεις και να φτάσει στον προσδιορισμό του ποιος θα αγοράσει τι, και από πού, στο όνομα μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι γίνεται μεγάλη συζήτηση για τις αμυντικές δαπάνες και πολύ λίγη για την οικονομική ανάπτυξη, που απουσιάζει στη Γερμανία και τη Γαλλία. Η Ευρώπη έχει πολλά προβλήματα, όπως αρέσκεται να υπενθυμίζει συχνά η Ουάσινγκτον και άρα έχει ακόμη περισσότερους λόγους να τα διαχειριστεί η ίδια.
Αυτό αφορά επίσης και τους συμμάχους των ΗΠΑ πέρα από τον Ατλαντικό. Ένα από τα βασικά δόγματα του κινήματος MAGA είναι πως η Κίνα αποτελεί τη μοναδική δύναμη με πραγματικές ηγεμονικές φιλοδοξίες, την οποία η Αμερική οφείλει να αναχαιτίσει. Στο πλαίσιο αυτό, η Ασία θεωρείται η μόνη περιοχή όπου η στρατηγική της «εξ αποστάσεως εξισορρόπησης» θα ήταν υπερβολικά επικίνδυνη, κυρίως λόγω της απειλής που συνιστά το Πεκίνο για την Ταϊβάν. Ωστόσο, ο Τραμπ εμφανίζεται αναποφάσιστος και εκεί -από τις πρόσφατες εμπορικές συνομιλίες μέχρι τη δήλωσή του ότι το Πεκίνο μπορεί να συνεχίσει να αγοράζει πετρέλαιο από το Ιράν. Οι ΗΠΑ εξετάζουν επίσης τη συμφωνία ασφαλείας AUKUS με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι συνθήκες διαρκούν όσο διαρκούν, όπως έλεγε και ο Ντε Γκολ.