Η ελληνική κυβέρνηση έχει αλλάξει ριζικά τη στρατηγική της στο μεταναστευτικό ζήτημα, επιδιώκοντας να διαχειριστεί την αυξανόμενη πίεση στα νότια θαλάσσια σύνορα, να προλάβει νέες κρίσεις προτού αυτές εκδηλωθούν και να επανατοποθετηθεί πολιτικά στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Στο επίκεντρο αυτής της πολιτικής μετατόπισης βρίσκονται τρεις διακριτοί άξονες: η ενίσχυση της εσωτερικής θωράκισης, η ενεργοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και η στοχευμένη επικοινωνιακή στρατηγική.
Η Κρήτη μετατρέπεται σε νέο σημείο ελέγχου του μεταναστευτικού. Η αναστολή εξέτασης ασύλου για όσους προέρχονται από τη Βόρεια Αφρική, η προώθηση κλειστής δομής κράτησης και η ενεργοποίηση του Λιμενικού σε επιχειρήσεις αποτροπής συνιστούν σαφή μετατόπιση από την παθητική καταγραφή προς την ενεργή αποτροπή. Η νομοθετική παρέμβαση που πέρασε από τη Βουλή επιτρέπει την επιτόπια απόρριψη αιτημάτων και επιταχύνει τις επιστροφές σε χώρες διέλευσης, δίχως να απαιτείται εσωτερική διοικητική διαδικασία.
Επιχειρησιακή ετοιμότητα
Αυτή η πολιτική επιλογή στηρίζεται σε μια θεμελιώδη εκτίμηση, σύμφωνα με την οποία οι ροές από τη Λιβύη προς την Κρήτη δεν προκύπτουν αυθόρμητα. Αντιθέτως, καθοδηγούνται από οργανωμένα δίκτυα διακίνησης, τα οποία επιλέγουν τα σημεία αποβίβασης όχι με βάση γεωγραφικά κριτήρια, αλλά με όρους κόστους, κινδύνου και πληροφορίας. Η κυβέρνηση καταβάλλει προσπάθειες να ανατρέψει αυτή την εξίσωση, αποστέλλοντας ένα μήνυμα λειτουργικής αποτροπής. Το κράτος οργανώνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να καθιστά την επιλογή της Ελλάδας ως χώρας προορισμού λιγότερο ελκυστική από επιχειρησιακή άποψη για τους διακινητές.
Στα μετόπισθεν των μεταναστευτικών ροών
Η δεύτερη γραμμή της στρατηγικής εντοπίζεται στις διεθνείς επαφές. Η Αθήνα αξιοποιεί τη δυνατότητά της να κινητοποιεί ευρωπαϊκούς πόρους και να λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ των κρατών-μελών και των αφρικανικών αρχών. Στην περίπτωση της Λιβύης, ο στόχος είναι η αναβάθμιση της συνεργασίας με τις παράκτιες αρχές και η επιστροφή των σκαφών προτού εξέλθουν από τη λιβυκή επικράτεια.
Στο ίδιο πλαίσιο, η κυβέρνηση ενισχύει την τριμερή συνεργασία με την Ιταλία και τη Μάλτα, επιδιώκοντας τη συγκρότηση ενός νοτιοευρωπαϊκού μετώπου στο πλαίσιο του Συμβουλίου Υπουργών Εσωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην αρχή ότι η φύλαξη των συνόρων δεν συνιστά μόνο εθνικό καθήκον, αλλά και πεδίο εξωτερικής πολιτικής. Η διπλωματία ενεργοποιείται όχι για να καταγγείλει το φαινόμενο, αλλά για να το προλάβει στην πηγή του.
Η επικοινωνιακή διάσταση
Η τρίτη διάσταση της κυβερνητικής στρατηγικής αφορά την εσωτερική επικοινωνία. Η ρητορική που υιοθετείται από τα κυβερνητικά στελέχη επιδιώκει να επαναβεβαιώσει την εικόνα της κυβέρνησης ως δύναμης τάξης και ελέγχου. Στόχος είναι η σταθεροποίηση του κεντροδεξιού ακροατηρίου και η προώθηση μιας εικόνας επιχειρησιακής επάρκειας, ικανής να περιορίσει ένα φαινόμενο που ευθέως απειλεί την εσωτερική ασφάλεια.
Η επικοινωνία απευθύνεται όχι μόνο στους πολίτες, αλλά και στους εμπλεκόμενους φορείς του μεταναστευτικού κυκλώματος. Μέσω της χρήσης όρων όπως «εισβολή» και «επιχειρησιακή απειλή», επιδιώκεται η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος του κρατικού μηνύματος. Το μεταναστευτικό ζήτημα, αντί να προσεγγίζεται ως ανθρωπιστικό ή διοικητικό, αντιμετωπίζεται ως ζήτημα εθνικής άμυνας και κυριαρχίας.