Ο Κέβιν Μάερ είναι κατηγορηματικός. Ο Τζόνι Ντεπ μπορεί να μην «ακυρώνεται» πλέον ο ίδιος, αλλά σίγουρα, με βάση τα στοιχεία αυτής της «σοκαριστικά απαίσιας» βιογραφικής ταινίας, είναι ένας ακραίος σαδιστής, γράφει στους Times του Λονδίνου ο επικεφαλής των κριτικών κινηματογράφου της βρετανικής εφημερίδας.
Η ταινία με τίτλο «Modi – Three Days on the Wing of Madness», και με καστ τους Ρικάρντο Σκαρμάτσιο (στον πρωταγωνιστικό ρόλο), Αντόνια Ντεσπλά, Στίβεν Γκρέιαμ, Μπρούνο Γκουέρι, Ράιαν ΜακΠάρλαντ, Λουίζα Ρανιέρι, Σάλι Φίλιπς και Αλ Πατσίνο σε μια σύντομη εμφάνιση, έκανε την πρεμιέρα της εκτός συναγωνισμού στο 72ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν, τον Αύγουστο του 2024, παρουσιάστηκε επίσης στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ρώμης και πρόσφατα προβλήθηκε στο σινεμά «The Curzon» του Μέιφερ στο Λονδίνο. Πρόκειται για τη δεύτερη σκηνοθετική προσπάθεια του Τζόνι Ντεπ, μετά τον «Γενναίο» (1997), με τον ίδιο στον ρόλο ενός ταλαιπωρημένου άνεργου Ινδιάνου –ο οποίος κλείνει συμφωνία με έναν διαβολικό παραγωγό να πεθάνει μπροστά στην κάμερα, με αντίτιμο να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένειά του– και τον Μάρλον Μπράντο σε μια εμφάνιση cameo.
Τώρα επιδιώκει να δελεάσει το ανυποψίαστο κοινό με την προοπτική ενός δράματος για την τραγικά σύντομη ζωή του ιταλού μοντερνιστή καλλιτέχνη Αμεντέο Μοντιλιάνι (Ρικάρντο Σκαμάρτσιο). Αλλά το αποτέλεσμα είναι ένα άμορφο έκτρωμα χωρίς πλοκή, που καλύπτει 72 ξέφρενες ώρες στο Παρίσι, με γλέντια, μεθύσια, φωνές, καβγάδες, αίματα και γκρίνια, όλα στο όνομα της τέχνης, της δημιουργικότητας και της προσκόλλησης στον «άνθρωπο», σχολιάζει ο Κέβιν Μάερ στους Times. Βρισκόμαστε, πράγματι, σε ένα οδυνηρά οικείο έδαφος του Τζόνι Ντεπ. Oπως και οι ταινίες του «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας»(1998), «The Libertine» (2005) και «Μεθυσμένο ημερολόγιο» (2011), αυτό το project πάθους φέρνει αντιμέτωπους άφραγκους αλλά άγρια δημιουργικούς αλκοολικούς με πλούσιους, συντηρητικούς και παλιομοδίτες γκέι. «Εσύ έχεις απλώς υπάρξει, ενώ εγώ έχω ζήσει!» καυχιέται ο μονίμως μεθυσμένος Μοντιλιάνι, ο οποίος πάσχει επιπλέον από φυματίωση, όταν συγκρούεται με τον πλούσιο και άψυχο συλλέκτη έργων τέχνης Μορίς Γκανιάτ (Αλ Πατσίνο).
Αυτό το αλκοολικό μήνυμα μπορεί να είναι πράγματι αληθινό και ενδεχομένως να αφορά τον Τζόνι Ντεπ προσωπικά (τα μεθυσμένα γλέντια του, εξάλλου, έπαιξαν εξέχοντα ρόλο στη νομική κόντρα Ντεπ εναντίον Χερντ), αλλά δημιουργεί ένα φρικτά αδρανές σινεμά, τονίζει ο Μάερ στους Times. Τίποτα δεν συμβαίνει σε αυτή την ταινία, παρατηρεί ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου. Δεν υπάρχει αφηγηματική πρόοδος. Είναι γνωστή η περίφημη δήλωση του γκουρού του σεναρίου Ρόμπερτ ΜακΚι, όταν, θέλοντας να περιγράψει την ανάγκη για ορμή προς τα εμπρός στις ταινίες, είπε ότι «αν η σκηνή έχει να κάνει με αυτό που αφορά η σκηνή, τότε είσαι βαθιά μέσα στα σκατά». Και εδώ, κάθε σκηνή αφορά αυτό που αφορά η σκηνή, δημιουργώντας την πιο βαθιά δεξαμενή κινηματογραφικού σκατού που μπορεί να φανταστεί κανείς. Και το σενάριο που «γράφτηκε» από τους Τζέρζι και Μέρι Κρομολόφσκι (σεναριογράφους του νεονουάρ «Η Υπόσχεση», 2001, του Σον Πεν) είναι ντροπιαστικά λίγο και αδύναμο.
Ο Μοντιλιάνι, λοιπόν, τσακώνεται μεθυσμένος σε ένα μπαρ του Παρισιού. Αστειεύεται μεθυσμένος για το «πιπί» με τον φίλο του, τον λευκορώσο καλλιτέχνη Χαΐμ Σουτίν (Ράιαν ΜακΠάρλαντ). Στη συνέχεια επισκέπτεται μεθυσμένος την περιστασιακή ερωμένη και μούσα του, συγγραφέα Μπεατρίς Χέιστινγκς (Αντονία Ντεσπλά). Εκείνη του λέει «Η καταστροφή είναι δημιουργία!» και μετά κλείνει την πόρτα. Ο Μοντιλιάνι μεθάει. Η Μπεατρίς μεθάει κι αυτή, και μετά του λέει «Να είσαι πάντα μεθυσμένος! Πάντα!» Ο Μοντιλιάνι βλέπει οράματα ενός γιατρού του 17ου αιώνα για την πανούκλα, με μάσκα σαν ράμφος. Μετά μεθάει. Μετά ζωγραφίζει. Μετά μεθάει πάλι. Μετά προσβάλλει τον Γκανιάτ. Και μετά μεθάει. Φτάνει αυτό;
Πηγή: pagenews.gr