Η Τάλσι Γκάμπαρντ, διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ, κάλεσε να διωχθούν ποινικά ο Μπαράκ Ομπάμα και πρώην υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της εθνικής ασφάλειας, κατηγορώντας τους για «προδοτική συνωμοσία» με στόχο να παρουσιαστεί ότι η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2016 οφειλόταν σε ρωσική παρέμβαση.
Σύμφωνα με την ίδια, ο Ομπάμα και στελέχη της κυβέρνησής του «έβαλαν τα θεμέλια για ένα πραξικόπημα που διήρκεσε χρόνια» μετά τη νίκη του Τραμπ επί της Χίλαρι Κλίντον.
Υποστηρίζει ότι «κατασκεύασαν πληροφορίες» για να φαίνεται πως η Ρωσία προσπάθησε να επηρεάσει το αποτέλεσμα, χρησιμοποιώντας – μεταξύ άλλων – έναν φάκελο του Βρετανού πρώην πράκτορα Κρίστοφερ Στιλ, τον οποίο, όπως λέει, γνώριζαν πως ήταν αναξιόπιστος.
Οι εκθέσεις των υπηρεσιών πληροφοριών που κυκλοφόρησαν μετά τις εκλογές έρχονταν σε αντίθεση με προηγούμενες εκτιμήσεις, που έλεγαν ότι η Ρωσία πιθανότατα δεν προσπαθούσε να παρέμβει.
Σε δηλώσεις της που έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, η Γκάμπαρντ είπε: «Οι πληροφορίες που δημοσιεύουμε σήμερα δείχνουν ξεκάθαρα ότι υπήρξε προδοτική συνωμοσία το 2016, από αξιωματούχους στα ανώτατα επίπεδα της κυβέρνησης. Σκοπός τους ήταν να ακυρώσουν τη βούληση του αμερικανικού λαού και να ξεκινήσουν ουσιαστικά ένα πραξικόπημα, με στόχο να αποτρέψουν τον πρόεδρο από το να ασκήσει την εντολή που του δόθηκε από τους πολίτες.
Όσοι εμπλέκονται, όσο ισχυροί κι αν είναι, πρέπει να ερευνηθούν και να διωχθούν με βάση τον νόμο, για να διασφαλιστεί ότι κάτι τέτοιο δεν θα ξανασυμβεί. Η πίστη και εμπιστοσύνη του λαού στη δημοκρατία μας – και το μέλλον του έθνους – εξαρτώνται από αυτό».
Η Γκάμπαρντ, πρώην Δημοκρατική βουλευτής, είπε ότι έχει δώσει στο υπουργείο Δικαιοσύνης έγγραφα που στηρίζουν τις κατηγορίες της. Ανάμεσά τους, μια μερικώς αποχαρακτηρισμένη έκθεση των υπηρεσιών πληροφοριών από την εποχή Ομπάμα για κυβερνοαπειλές στις εκλογές του 2016, καθώς και διαβαθμισμένα έγγραφα από την υπηρεσία του Τζέιμς Κλάπερ, τότε διευθυντή Εθνικών Πληροφοριών.
Ο Κλάπερ είναι ένας από τους αξιωματούχους που κατονόμασε η Γκάμπαρντ ως εμπλεκόμενο. Άλλοι περιλαμβάνουν τον Τζον Μπρέναν (πρώην διευθυντή της CIA), τον Τζον Κέρι (τότε ΥΠΕΞ), τη Σούζαν Ράις (τότε σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας), τον Άντριου ΜακΚέιμπ (τότε υπαρχηγό του FBI, που αργότερα συγκρούστηκε με τον Τραμπ) και φυσικά τον ίδιο τον Ομπάμα.
Η προσπάθεια αυτή να επανέλθει στο προσκήνιο το ζήτημα της Ρωσικής παρέμβασης – το οποίο ο Τραμπ αποκαλούσε για χρόνια «απάτη» – έρχεται σε μια περίοδο που ο πρώην πρόεδρος είναι ξανά στο προσκήνιο λόγω του σκανδάλου με τον χρηματιστή Τζέφρι Έπσταϊν, που βρέθηκε νεκρός στο κελί του το 2019, ενώ περίμενε να δικαστεί για υποθέσεις trafficking.
Πιέσεις στον Τραμπ για αποκαλύψεις
Η διοίκηση Τραμπ δέχεται πίεση από τη βάση των υποστηρικτών του («Make America Great Again») να αποκαλύψει έγγραφα για την υπόθεση, όπως μια υποτιθέμενη λίστα με ισχυρούς πελάτες του Έπσταϊν.
Ο Τραμπ, από την πλευρά του, είτε έχει απορρίψει την ύπαρξη τέτοιων αρχείων είτε ισχυρίστηκε ότι είναι κατασκευασμένα από τον Ομπάμα και στελέχη της κυβέρνησής του, όπως ο Τζέιμς Κόουμι (πρώην διευθυντής του FBI) και ο Τζο Μπάιντεν (τότε αντιπρόεδρος).
Τα σχόλια που συνοδεύουν τα έγγραφα που δημοσίευσε το γραφείο της Γκάμπαρντ χρησιμοποιούν εκφράσεις που παραπέμπουν ευθέως στο ύφος του Τραμπ και των ένθερμων υποστηρικτών του, παρουσιάζοντας μια «συνωμοσία» με στόχο να αμαυρωθεί η εκλογική νίκη του το 2016.
Μετά από σύσκεψη στις 9 Δεκεμβρίου 2016 με τους ανώτερους αξιωματούχους Εθνικής Ασφάλειας, το έγγραφο με τίτλο Russia Hoax αναφέρει: «Στελέχη του ‘βαθέος κράτους’ στις υπηρεσίες πληροφοριών αρχίζουν να διαρρέουν εντελώς ψευδείς πληροφορίες στην Washington Post, υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία χρησιμοποίησε ‘κυβερνομέσα’ για να επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών.»
Το ίδιο βράδυ, νέα διαρροή στην ίδια εφημερίδα ανέφερε ότι η CIA είχε καταλήξει «σε μυστική αξιολόγηση» ότι η Ρωσία παρενέβη για να βοηθήσει τον Τραμπ.
Στις 6 Ιανουαρίου της επόμενης χρονιάς, σύμφωνα με το έγγραφο, η κυβέρνηση Ομπάμα έδωσε στο κοινό μια αποχαρακτηρισμένη έκθεση που υποστήριζε, με βάση νεότερες πληροφορίες, ότι ο Πούτιν διέταξε παρέμβαση υπέρ του Τραμπ. Οι νέες αυτές πληροφορίες, όπως λέει η Γκάμπαρντ, βασίζονταν στον φάκελο του Στιλ.
Η έκθεση, σύμφωνα με την ίδια, «απέκρυψε» παλαιότερες εκτιμήσεις πριν τις εκλογές, που έλεγαν ότι η Ρωσία δεν είχε πρόθεση ή δυνατότητα να χακάρει τις εκλογές με επιτυχία.
Ο διορισμός της Γκάμπαρντ στη θέση της διευθύντριας Εθνικών Πληροφοριών υπήρξε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενος, καθώς δεν είχε προηγούμενη εμπειρία στον τομέα των πληροφοριών ούτε είχε υπηρετήσει σε σχετική επιτροπή στο Κογκρέσο. Επιπλέον, στο παρελθόν είχε εκφράσει θετικά σχόλια για τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν και είχε υιοθετήσει ρητορική παρόμοια με του Κρεμλίνου σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία.