Policy Briefs

Φαρμακευτικά και Μέταλλα στον άξονα Τραμπ–Φον ντερ Λάιεν: Ένδειξη Ρήγματος;

Φαρμακευτικά και Μέταλλα στον άξονα Τραμπ–Φον ντερ Λάιεν: Ένδειξη Ρήγματος;
Εύθραυστη Συμφωνία ΗΠΑ–ΕΕ: Αντί για σταθερότητα, νέες εστίες γεωοικονομικής σύγκρουσης

Η φαινομενική «εμπορική επανεκκίνηση» μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ανακοινώθηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ και την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, φέρει την υπογραφή της αβεβαιότητας. Αν και παρουσιάστηκε ως πρόοδος προς μια πιο προβλέψιμη εμπορική σχέση, η συμφωνία αποκαλύπτει σημαντικές αποκλίσεις, ασαφείς όρους και στρατηγικές ερμηνείες που υπονομεύουν την ουσία της.

Οι διακηρύξεις περί «ιστορικής συμφωνίας» έρχονται σε αντίθεση με τα πραγματικά δεδομένα. Η Ε.Ε. αποδέχεται δασμό 15% για βασικές εξαγωγές της, συμπεριλαμβανομένων των φαρμακευτικών προϊόντων, την ώρα που ο Τραμπ δηλώνει πως η Ε.Ε. συμφώνησε σε μηδενικούς δασμούς για μεγάλο εύρος αγαθών – μια αναντιστοιχία που αποτυπώνει την απουσία κοινής γραμμής και τον πολιτικό χαρακτήρα της διαπραγμάτευσης. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ευαίσθητο τομέα των μετάλλων: η φον ντερ Λάιεν μιλά για ποσοστώσεις και χαλάρωση δασμών, ενώ ο Τραμπ διαμηνύει πως ο δασμός 50% σε χάλυβα και αλουμίνιο «παραμένει ως έχει».

Η εικόνα αυτή δεν είναι απλώς απόρροια επικοινωνιακής ασυνεννοησίας. Αντιθέτως, αντικατοπτρίζει τη βαθιά γεωπολιτική ανασφάλεια που διατρέχει τις διατλαντικές σχέσεις σε μια εποχή ανακατανομής ισχύος. Ο Τραμπ, παραμένοντας πιστός στη «δασμολογική διπλωματία» του πρώτου του προεδρικού κύκλου, επιδιώκει να χρησιμοποιήσει την εμπορική πολιτική ως εργαλείο πίεσης και πειθαναγκασμού, ακόμα και απέναντι σε συμμάχους. Η Ε.Ε., από την άλλη πλευρά, επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη διατήρηση εμπορικών σχέσεων και στη διαφύλαξη της στρατηγικής της αυτονομίας.

Η απουσία μηχανισμού επίλυσης διαφορών και δεσμευτικών όρων – χαρακτηριστικών που συνήθως διασφαλίζουν την αξιοπιστία πολυμερών συμφωνιών – καταδικάζει αυτή τη συμφωνία σε διαρκή επαναδιαπραγμάτευση. Παράλληλα, η πρόβλεψη για ερευνητικές διαδικασίες βάσει του άρθρου 232, το οποίο αφορά την εθνική ασφάλεια, για φαρμακευτικά προϊόντα, αεροδιαστημική τεχνολογία και ημιαγωγούς, μετατρέπει κρίσιμους κλάδους σε γεωοικονομικά πεδία μάχης.

Η εμπορική πολιτική του Τραμπ φαίνεται να λειτουργεί ως προέκταση μιας πιο ευρείας στρατηγικής «αναπροσδιορισμού συμμαχιών». Σε αυτό το πλαίσιο, οι διμερείς συμφωνίες υποκαθιστούν το πολυμερές εμπόριο, ενώ η στρατηγική αβεβαιότητα γίνεται εργαλείο διαπραγμάτευσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται έτσι αντιμέτωπη με ένα θεμελιώδες δίλημμα: να ενσωματωθεί εκ νέου σε ένα ασύμμετρο, αμερικανοκεντρικό εμπορικό σύστημα, ή να επενδύσει στην αυτονομία και στη σύναψη συμμαχιών με αναδυόμενους πόλους ισχύος, όπως η Ινδία και οι BRICS.

Πέραν των οικονομικών, οι γεωστρατηγικές διαστάσεις αυτής της συμφωνίας δεν μπορούν να αγνοηθούν. Οι ΗΠΑ επιχειρούν να μειώσουν την εξάρτηση από κινεζικές πρώτες ύλες και τεχνολογίες – και η συμφωνία με την Ε.Ε. αποτελεί μέρος αυτής της ευρύτερης προσπάθειας αναδιάταξης των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας. Η Ε.Ε., ωστόσο, διατηρεί ακόμα δεσμούς με την Κίνα και επιθυμεί να έχει εναλλακτικές διαύλους τεχνολογικής συνεργασίας. Οι αντιφάσεις αυτές, εάν δεν επιλυθούν, μπορεί να αναδείξουν τις αποκλίνουσες γεωπολιτικές επιδιώξεις των δύο μερών.

Σε τελική ανάλυση, η «εμπορική συμφωνία» της Κυριακής είναι περισσότερο ένα πολιτικό αφήγημα παρά μια λειτουργική συμφωνία. Αντί να καθησυχάζει τις αγορές και τους επιχειρηματικούς κύκλους, εντείνει την ανησυχία για τη σταθερότητα των διατλαντικών σχέσεων σε μια εποχή που η οικονομία δέχεται πολλαπλά σοκ. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η άρση δασμών, αλλά η αποκατάσταση εμπιστοσύνης – και αυτή παραμένει το μεγάλο ζητούμενο και για τις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Πηγή: pagenews.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο