Σε ένα πολιτικό τοπίο ρευστό και εξασθενημένο από την έλλειψη ισχυρών αντιπολιτευτικών φωνών, ο Αλέξης Τσίπρας ετοιμάζεται να κάνει την κίνησή του. Ύστερα από σχεδόν δύο χρόνια σιωπής και παρασκηνιακής προετοιμασίας, ο πρώην πρωθυπουργός φέρεται αποφασισμένος να ιδρύσει νέο πολιτικό φορέα, επιδιώκοντας να καλύψει το κενό ηγεσίας στην Κεντροαριστερά και να εκφράσει εκ νέου ένα ευρύτερο τμήμα της κοινωνίας.
Το νέο κόμμα, που στον δημόσιο διάλογο αποκαλείται ήδη «κόμμα Τσίπρα», προορίζεται να είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ: φιλοδοξεί να καταστεί ο νέος κορμός μιας δημοκρατικής και προοδευτικής παράταξης, προσελκύοντας ψηφοφόρους από το ΠΑΣΟΚ, την Πλεύση, ακόμα και το ΚΚΕ – ενώ, σύμφωνα με δημοσκοπικά στοιχεία, δεν είναι αμελητέα η διείσδυσή του και στον χώρο του Κέντρου.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το σκεπτικό πίσω από την απόφαση του Τσίπρα. Η αντιπολίτευση –με εξαίρεση μεμονωμένες προσωπικότητες– υποφέρει από έλλειμμα αξιοπιστίας, φυσιογνωμίας και στρατηγικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης, το ΠΑΣΟΚ αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει τη φθορά της κυβέρνησης, ενώ οι μικρότεροι σχηματισμοί παραμένουν περιθωριακοί ή ακραίοι.
Ο χρόνος μοιάζει ιδανικός για μια επανεκκίνηση. Οι διαρροές αναφέρουν διψήφιο εκλογικό ποσοστό στις πρώτες μετρήσεις και δυναμική ιδίως στις ηλικίες 17-44. Ωστόσο, η θετική δημοσκοπική εκκίνηση δεν σημαίνει και πολιτική εδραίωση – τουλάχιστον όχι χωρίς σοβαρές προϋποθέσεις.
Ο ίδιος ο Τσίπρας δεν αρνείται το παρελθόν του – αντίθετα, ετοιμάζεται να το καταγράψει και να το «ερμηνεύσει» μέσα από ένα νέο βιβλίο, που δεν αποκλείεται να λειτουργήσει ως προοίμιο της πολιτικής του επανεμφάνισης. Όμως, η επιστροφή του δεν είναι απαλλαγμένη από ρίσκο.
Από τη μία πλευρά, διαθέτει προσωπικό brand, αναγνωρισιμότητα, ακόμα και έναν σκληρό πυρήνα υποστηρικτών. Από την άλλη όμως, κουβαλά και τις βαριές σκιές της διακυβέρνησης 2015-2019 – Μνημόνια, capital controls, «κολοτούμπες» και διαψεύσεις ελπίδων. Το Μαξίμου τρίβει τα χέρια του στην ιδέα ότι θα έχει τον Τσίπρα απέναντι, καθώς θεωρεί πως η αντιπαράθεση με τον «παλιό αντίπαλο» ξυπνά δυσάρεστες μνήμες σε μεγάλη μερίδα των πολιτών.
Άλλωστε, η προσωποπαγής φύση του νέου εγχειρήματος ενέχει και τον κίνδυνο να φανεί ως μια απόπειρα πολιτικής ρεβάνς, παρά ως μια συνεκτική και σύγχρονη κυβερνητική πρόταση.
Για να πετύχει, ο Τσίπρας ξέρει πως δεν φτάνει το «νεύμα του ηγέτη». Γι’ αυτό και σχεδιάζει προσεκτικά την επιλογή προσώπων με «βαριά βιογραφικά» και κοινωνική απήχηση, ιδιαίτερα από τη νέα γενιά. Θέλει να αποφύγει τους κομματικούς δεινόσαυρους και να φέρει φρέσκα πρόσωπα στο προσκήνιο.
Το πολιτικό αφήγημα, πάντως, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι αναφορές σε «δημοκρατικό καπιταλισμό» και «νέο πατριωτισμό» δείχνουν μια στροφή προς μια πιο ρεαλιστική και μετριοπαθή Κεντροαριστερά, αλλά μένει να φανεί αν αυτό θα έχει απήχηση ή αν θα θεωρηθεί απλώς άλλο ένα επικοινωνιακό ρετούς.
Μπορεί ο Τσίπρας να πείσει ότι είναι κάτι καινούργιο και όχι μια επανάληψη του εαυτού του; Η φθορά της κυβέρνησης δεν αρκεί για να οδηγήσει αυτόματα σε νίκη της αντιπολίτευσης – απαιτείται πρόταση, δυναμική, συμμαχίες και, κυρίως, αξιοπιστία.
Η πολιτική επιστροφή μπορεί να είναι πράξη πίστης. Μπορεί όμως να αποδειχθεί και πράξη απελπισίας. Ο χρόνος θα δείξει.
Σε κάθε περίπτωση, το φθινόπωρο προβλέπεται καυτό. Και όχι μόνο λόγω ΔΕΘ.
Πηγή: pagenews.gr