Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ που έχουν βαρεθεί τους τιμωρητικούς δασμούς του Τραμπ και τις απαιτήσεις του για επανεξοπλισμούς τώρα τον χτυπάνε εκεί που πονάει, στο αγαπημένο αεροσκάφος του, έγραψε το Politico. Η Ισπανία, ύστερα από τη διαμάχη της με την Ουάσινγκτον σχετικά με τον νέο στόχο του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες στο 5%, εγκατέλειψε την αγορά του αμερικανικού stealth μαχητικού F-35, πρότζεκτ πολλών δισ. δολαρίων. Και η Ελβετία, που και αυτή ταλαιπωρείται από τους υψηλούς δασμούς των ΗΠΑ, αντιμετωπίζει αυξανόμενες πιέσεις απ’ όλο το πολιτικό φάσμα να εγκαταλείψει τα σχέδια για τα δικά της πολεμικά αεροσκάφη F-35.
Επίσης η Ινδία, απογοητευμένη από τις υψηλότερες τιμές των ΗΠΑ στα προϊόντα της, φέρεται να αποφάσισε να σταματήσει τις προσπάθειες αγοράς αμερικανικών μαχητικών οχημάτων. Οι κινήσεις αυτές έγιναν τις τελευταίες δύο εβδομάδες και δείχνουν τις πιθανές συνέπειες των οικονομικών ενεργειών του Τραμπ, καθώς οι συμμαχικές κυβερνήσεις αναγκάζονται να επαναξιολογήσουν τους αμυντικούς δεσμούς των χωρών τους με τις ΗΠΑ.
Εξάλλου και οι ίδιες οι πολεμικές βιομηχανίες των ΗΠΑ φοβούνται ότι η νέα μορφή προστατευτισμού θα θέσει σε κίνδυνο τις πωλήσεις όπλων και θα μειώσει την κυριαρχία των ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά των αμυντικών προϊόντων. Ενώ οι περισσότεροι σύμμαχοι δεν σπεύδουν να ακυρώσουν τις προγραμματισμένες εδώ και καιρό αγορές τους, συνέχισε το Politico, οι πρόσφατες ενέργειες αυτών των τριών χωρών δείχνουν αυξανόμενες εστίες αντίστασης στους εμπορικούς ελιγμούς του Τραμπ και συνιστούν απτές εκδηλώσεις αντίδρασης.
Οι δασμοί προσβάλλουν τους συμμάχους, δήλωσε ο Τζιμ Τάουνσεντ, πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου που επέβλεπε την πολιτική της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ. «Ολες αυτές οι χώρες αισθάνονται πληγωμένες από τις ΗΠΑ».
Το F-35, προϊόν της Lockheed Martin, είναι ιδιαίτερα ευάλωτο σε αυτό το είδος οικονομικής αναταραχής. Τα εξαρτήματά του προέρχονται από 100 προμηθευτές απ’ όλον τον κόσμο, ενώ οι μεγάλες παραγγελίες βοηθούν στη διατήρηση της τιμής κάθε αεροσκάφους σε χαμηλά επίπεδα.
Αν οι χώρες αποσύρουν το ενδιαφέρον τους, το κόστος αυξάνεται για όλους. Η συνδυασμένη τιμή για τις παραγγελίες F-35 της Ισπανίας και της Ελβετίας ήταν περίπου 15 δισ. δολάρια για δεκάδες αεροσκάφη. Η απόφαση της Ισπανίας να μην προχωρήσει στην αγορά του F-35 μπορεί να κατευθύνει δισεκατομμύρια προς το Eurofighter Typhoon, προϊόν Βρετανίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας, ή στο γαλλογερμανικό σύστημα Future Combat που συνδυάζει stealth μαχητικά και drones και η παραγωγή του έχει προγραμματιστεί για τη δεκαετία του ‘40.
Ισπανοί αξιωματούχοι επικαλέστηκαν την ανάγκη για βιομηχανική κυριαρχία, ισχυρότερες ευρωπαϊκές αλυσίδες εφοδιασμού και πιο αξιόπιστους εταίρους. Η ελβετική συμφωνία για την αγορά 36 αεροσκαφών F-35 πέρασε από δημοψήφισμα το 2021, με υποστήριξη λίγο πάνω από 50%, αλλά οι νέοι δασμοί αναζωπύρωσαν την πολιτική διαμάχη.
Οι ελβετοί βουλευτές πίεσαν για ακύρωση της αγοράς όταν οι δασμοί των ΗΠΑ έφτασαν το 39%, αλλά η κυβέρνηση επιβεβαίωσε την περασμένη Τετάρτη την πρόθεσή της να αγοράσει τα αεροσκάφη με επανεξέταση. Η απόφαση αναμένεται τον Νοέμβριο.
Ελβετοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι δεν μπορούν να προσδιορίσουν κάποια τελική τιμή επειδή οι ΗΠΑ δεν έχουν συμφωνήσει, αφήνοντας τη σύμβαση ανοιχτή σε διακυμάνσεις του πληθωρισμού, στο υψηλότερο κόστος πρώτων υλών και στους τελωνειακούς δασμούς.
Συν 1,6 δις δολαρια
Ολα αυτά ενδέχεται να προσθέσουν 1,6 δισ. δολάρια στο πακέτο. Αλλοι υποψήφιοι αγοραστές, όπως η Πορτογαλία, έχουν καθυστερήσει τις αποφάσεις λόγω αμφιβολιών για την αξιοπιστία των ΗΠΑ. Η Lockheed Martin, πάντως, ανακοίνωσε ότι η Βρετανία, η Δανία και το Βέλγιο έχουν προσφάτως δηλώσει την πρόθεσή τους να αγοράσουν τουλάχιστον από 10 F-35 η καθεμιά.
«Οι στρατιωτικές πωλήσεις στο εξωτερικό είναι συναλλαγές μεταξύ κυβερνήσεων, συνεπώς αυτό το θέμα αντιμετωπίζεται καλύτερα από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και των χωρών», δήλωσε η εκπρόσωπος της Lockheed. Ο Λευκός Οίκος υπερασπίστηκε τους δασμούς ως οικονομικό όφελος και σημείωσε ότι αύξησε τη δέσμευση του ΝΑΤΟ για τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ, κάτι που θα ωφελήσει τους αμερικανούς κατασκευαστές όπλων.
Η απώλεια παραγγελιών από την Ισπανία ή ακόμα και την Ελβετία θα είχε μικρό άμεσο αντίκτυπο στην παραγωγή, σύμφωνα με έναν πρώην αξιωματούχο του Πενταγώνου, ανώνυμο βέβαια. Αλλά οποιαδήποτε διαρκής απώλεια ξένων αγοραστών μπορεί να ωθήσει τις τιμές υψηλότερα σε ολόκληρο τον στόλο.
Αυτός ο κίνδυνος ασκεί πίεση σε ένα πρόβλημα που ήδη πλήττει το πρόγραμμα F-35. Οι αξιωματούχοι ανοικοδομούν τη γερμανική αεροπορική βάση Büchel ώστε να φιλοξενήσει τρεις ντουζίνες F-35. Η τιμή έχει εκτοξευθεί σε σχεδόν 2,3 δισ. δολάρια.
Ο συνδυασμός δασμών και εκφοβισμού από πλευράς Τραμπ τροφοδοτεί τις φιλοδοξίες της Γηραιάς Hπείρου για όπλα «Make in Europe», έγραψε το Politico εννοώντας τις φιλοδοξίες της Κομισιόν και της Γερμανίας. Ωστόσο πολλοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι βραχυπρόθεσμα η αμυντική βιομηχανία της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέχει πολύ από το να παράγει τα όπλα που απαιτούνται για την αντικατάσταση του αμερικανικού αμυντικού υλικού. Το οποίον σημαίνει ότι οποιαδήποτε στροφή προς την πολεμική αυτάρκεια θα είναι σταδιακή.
Μετά την απόφαση του Τραμπ να διπλασιάσει τους δασμούς στα ινδικά προϊόντα στο 50% λόγω της αγοράς ρωσικών καυσίμων, η Ινδία καθυστερεί τις αγορές όπλων από τις ΗΠΑ, δηλαδή οχημάτων τύπου Stryker και αντιαρματικών πυραύλων Javelin. Βέβαια, ινδοί αξιωματούχοι χαρακτήρισαν τη σχετική είδηση «ψευδή και κατασκευασμένη», όμως η ιστορία υπογραμμίζει τις αυξανόμενες εντάσεις, σχολίασε το Politico.
Ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι απάντησε στους δασμούς επιβεβαιώνοντας δημόσια την «ειδική και προνομιακή στρατηγική συνεργασία» της Ινδίας με τη Μόσχα. «Εργαζόμασταν επί μία δεκαετία για να ενισχύσουμε τη σχέση μας με την Ινδία» δήλωσε ο πρώην υπουργός Πολεμικής Αεροπορίας Φρανκ Κένταλ, ο οποίος υπήρξε στέλεχος της κυβέρνησης Ομπάμα.
«Η επιβολή αυτών των τεράστιων δασμών στην Ινδία θα έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις στη σχέση μας». Και: «Ακόμα και αν υπάρξει νέα κυβέρνηση, Ρεπουμπλικανική ή Δημοκρατική, που θέλει να επιδιορθώσει όλη αυτή τη φρικτή ζημιά, θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη» δήλωσε ο Ρίτσαρντ Αμπουλάφια, διευθύνων σύμβουλος της AeroDynamic Advisory, αμερικανικής εταιρείας συμβούλων για θέματα αμυντικής βιομηχανίας. «Αυτή η βιομηχανία βασίζεται στην εμπιστοσύνη».