Για τους υποστηρικτές της εβδομάδας των τεσσάρων εργασίμων ημερών δεν υπάρχει πρόβλημα στην ανθρώπινη ύπαρξη που να μη λύνεται με την καινοτόμο αυτή εργασιακή ιδέα. Τα οφέλη της 4ήμερης εργασίας είναι άφθονα, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, που τη θεωρούν ικανή να αντιμετωπίσει την εργασιακή κόπωση, τις διακρίσεις μεταξύ των φύλων, την ανεργία και τις εκπομπές βλαβερών για την ατμόσφαιρα καυσαερίων.
Αντιστοίχως, οι πολέμιοι του μειωμένου ωραρίου απασχόλησης βλέπουν μόνο προβλήματα στην 4ήμερη εργασία, όπως μειωμένη παραγωγικότητα, πλήγμα στην επιχειρηματική ανταγωνιστικότητα, επιβάρυνση των δημόσιων υπηρεσιών και υποδομών και εξασθένηση της εργασιακής ηθικής, όπως αναφέρει σε άρθρο της η εφημερίδα Financial Times.
Το παράδειγμα των νέων εργασιακών σχέσεων δίνει η Ολλανδία, όπου ο μέσος όρος ωρών απασχόλησης διαμορφώνεται στις 32,1 την εβδομάδα για τους 20 με 64 ετών, ο χαμηλότερος των χωρών της Ε.Ε., σύμφωνα με τη Eurostat. Ολοένα και περισσότεροι Ολλανδοί εργαζόμενοι επιλέγουν τώρα να συμπιέσουν τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας τους, δουλεύοντας τέσσερις ημέρες την εβδομάδα. «Η εβδομάδα των τεσσάρων ημερών έχει καταστεί πολύ δημοφιλής. Συνεχίζω να εργάζομαι πενθήμερο και δέχομαι κριτική γι’ αυτό», λέει ο Μπερτ Κολάιν, οικονομολόγος της τράπεζας ING.
Εν αρχή ην… το γυναικείο φύλο
Ολα άρχισαν με τις γυναίκες. Η Ολλανδία διέθετε παραδοσιακό ανδροκρατούμενο εργασιακό μοντέλο, έως ότου οι γυναίκες εισήλθαν μαζικά στην αγορά εργασίας σε θέσεις μερικής απασχόλησης τις δεκαετίες του 1980, 1990 και 2000, δημιουργώντας την κατηγορία των νοικοκυριών με «ενάμιση μισθό». Η φορολογική νομοθεσία, από τη μεριά της, ευνόησε τα νοικοκυριά αυτά. Με το πέρασμα του χρόνου, καθώς τα εργασιακά αυτά μοντέλα έγιναν αποδεκτά, η μερική απασχόληση έγινε περισσότερο δημοφιλής και μεταξύ των ανδρών, ιδίως όταν αυτοί έχουν μικρά παιδιά.
Η ολλανδική εμπειρία μπορεί να διδάξει άλλες χώρες ότι οι κασσάνδρειες προφητείες για καταστροφικές συνέπειες της μείωσης του χρόνου εργασίας στην οικονομία είναι υπερβολικές. Παρότι ο μέσος εργαζόμενος απασχολείται λιγότερες ώρες, η Ολλανδία παραμένει μία από τις πλουσιότερες ευρωπαϊκές οικονομίες σε κατά κεφαλήν εισόδημα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι λιγότερες ώρες συνδυάζονται με υψηλή παραγωγικότητα και μεγάλο ποσοστό πολιτών στην αγορά εργασίας: 82% των Ολλανδών σε παραγωγική ηλικία απασχολούνταν στα τέλη του 2024, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ. Το αντίστοιχο ποσοστό στη Βρετανία είναι 75%, στις ΗΠΑ 72% και στη Γαλλία 69%.
Ειδικά οι γυναίκες στην Ολλανδία εμφανίζουν υψηλά ποσοστά απασχόλησης, ιδίως αν τα ποσοστά αυτά συγκριθούν με χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου ο μέσος χρόνος εβδομαδιαίας απασχόλησης είναι μεγαλύτερος. Επιπλέον, οι Ολλανδοί πολίτες τείνουν να συνταξιοδοτούνται αρκετά αργά. Το θέμα λοιπόν δεν αφορά την παραγωγικότητα της κοινωνίας, αλλά το ότι οι θέσεις εργασίας εξαπλώνονται περισσότερο στον πληθυσμό και το ηλικιακό φάσμα.
Η εξάπλωση αυτή δεν οδήγησε, όμως, σε γεφύρωση των εργασιακών ανισοτήτων μεταξύ των φύλων. Παρότι καθίσταται κοινό τα παιδιά να έχουν «ημέρα του μπαμπά», όταν ο πατέρας αναλαμβάνει τη φροντίδα του παιδιού χάρη στη γονεϊκή του άδεια, τα ποσοστά μερικής απασχόλησης παραμένουν πολύ υψηλότερα για τις γυναίκες. Αν και η εργασιακή νομοθεσία της Ολλανδίας διασφαλίζει ότι η μερική απασχόληση δεν σημαίνει αποδοχές της πείνας ή εργασιακή ανασφάλεια, η μορφή αυτή εργασίας συνεχίζει να εμποδίζει την επαγγελματική ανέλιξη των γυναικών. Εκθεση του ΟΟΣΑ από το 2019 δείχνει ότι η Ολλανδία «εμφανίζει κακή εικόνα» σε ορισμένους δείκτες ισότητας μεταξύ των φύλων. Μόλις 27% των προϊσταμένων είναι γυναίκες, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά του ΟΟΣΑ.
Η οικονομία πλήττεται επίσης από ελλείψεις στην αγορά εργασίας, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η εκπαίδευση. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε φαύλο κύκλο όπου οι ελλείψεις προσωπικού κάνουν το σχολικό ωράριο χαώδες και απρόβλεπτο, εμποδίζοντας τους γονείς να δεσμευθούν σε περισσότερες ώρες εργασίας.