H αμερικανική Chevron κατέθεσε –με την HelleniQ Energy– προσφορά στον διεθνή διαγωνισμό για παραχώρηση δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες περιοχές νοτίως της Κρήτης και στις νοτίως της Πελοποννήσου.
Αυτό, εκτός από το οικονομικό της αποτύπωμα, έχει και διπλωματικό, καθώς είναι μια έμπρακτη ακύρωση στο πεδίο των ανυπόστατων γεωπολιτικών επιδιώξεων της Τουρκίας με το γνωστό τουρκολιβυκό μνημόνιο. Ποια είναι όμως αυτή η εταιρεία; Με ιστορία που ξεπερνά τον ένα αιώνα, η Chevron είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πολυεθνική εταιρεία ενέργειας των ΗΠΑ, με ειδίκευση σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Προήλθε από τη διάσπαση της Standard Oil (με μία ακόμη εταιρεία που δημιουργήθηκε να είναι η ExxonMobil, δηλαδή η μεγαλύτερη αμερικανική ενεργειακή εταιρεία), η οποία αρχικά ήταν γνωστή ως Standard Oil Company of California (Socal ή CalSo) και δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 180 χώρες. Παραμένει εισηγμένη στον Dow Jones –ενώ η Exxon Mobil έχει «φύγει» από αυτόν το 2020–, τον βιομηχανική δείκτη της Wall Street, και τα έσοδά της το 2024 ανήλθαν σε 202,79 δισ. δολάρια.
Μια «αρχαία» εταιρεία
Η ιστορία της Chevron ξεκινάει στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα από μικρές εταιρείες πετρελαίου με έδρα την Καλιφόρνια, οι οποίες εξαγοράστηκαν από τη Standard και συγχωνεύθηκαν στη Standard Oil of California. Η εταιρεία αναπτύχθηκε γρήγορα μόνη της μετά τη διάλυση της Standard Oil, συνεχίζοντας να εξαγοράζει εταιρείες και να συνεργάζεται με άλλες εντός και εκτός Καλιφόρνιας.
Τελικά έγινε μία από τις «Επτά Αδελφές» που κυριάρχησαν στην παγκόσμια βιομηχανία πετρελαίου από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 έως τη δεκαετία του 1970. Σημειώνεται ότι ο όρος «Επτά Αδελφές» αφορά στις εταιρείες που σχημάτισαν την επονομαζόμενη «Κοινοπραξία του Ιράν» και ήταν οι Anglo-Persian Oil Company (προκάτοχος της BP), Shell, τρεις από τους προκατόχους της Chevron (Standard Oil of California, Gulf Oil and Texaco) και δύο από τους προκατόχους της ExxonMobil (Jersey Standard και Standard Oil of New York).
Το 1985 η Socal συγχωνεύθηκε με την Gulf Oil με έδρα το Πίτσμπουργκ και μετονομάστηκε σε Chevron. Κατόπιν, το 2001, συγχωνεύθηκε με την Texaco. Η Chevron παράγει και πουλάει καύσιμα, λιπαντικά, πρόσθετα και πετροχημικά, κυρίως στη Δυτική Βόρεια Αμερική, στην Ακτή του Κόλπου των ΗΠΑ, στη Νοτιοανατολική Ασία, στη Νότια Κορέα και στην Αυστραλία. Το 2018 η εταιρεία παρήγαγε κατά μέσο όρο 791.000 βαρέλια (125.800 m3) καθαρού ισοδύναμου πετρελαίου την ημέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Επικεφαλής της είναι ο Μάικλ Κ. Γουέρθ, ο οποίος είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της Chevron Corporation από το 2018.
Υπηρέτησε ως αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου το 2017 και ως εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Midstream & Development από το 2016 έως το 2018, όπου ήταν υπεύθυνος για τις μονάδες ναυτιλίας, προμήθειας και εμπορίας, καθώς και για τις μονάδες λειτουργίας αγωγών και ηλεκτρικής ενέργειας, όπως και για τη στρατηγική της Chevron, σε επιχειρηματική ανάπτυξη και εταιρικές υποθέσεις
Ακόμη, υπήρξε εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Downstream & Chemicals από το 2006 έως το 2015 και πρόεδρος του Global Supply and Trading από το 2003 έως το 2006. Εντάχθηκε στη Chevron ως μηχανικός σχεδιασμού το 1982 και είναι κάτοχος πτυχίου χημικού μηχανικού από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο.