Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιταχύνει τις διεργασίες για ένα μηχανισμό χρηματοδότησης της Ουκρανίας που θα στηριχθεί στα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία. Το σχέδιο, που παρουσιάστηκε και συζητήθηκε στο άτυπο Ecofin που διεξήχθη το Σάββατο στην Κοπεγχάγη, προβλέπει τη διάθεση έως 170 δισ. ευρώ μέσω «δανείων αποζημίωσης» (reparation loans).
Στόχος είναι να δοθεί οικονομική ανάσα στο Κίεβο, το οποίο ήδη αντιμετωπίζει έλλειμμα χρηματοδότησης 18,1 δισ. δολαρίων για το 2026, σύμφωνα με τον Ουκρανό υπουργό Οικονομικών Σερχίι Μαρτσένκο.
Το πλαίσιο βασίζεται σε μετρητά που έχουν προκύψει από την ωρίμανση ρωσικών κρατικών τίτλων στην Euroclear, τον κεντρικό θεματοφύλακα με έδρα τις Βρυξέλλες. Από τα 194 δισ. ευρώ σε ρωσικά assets που βρίσκονται εκεί, περίπου 170 δισ. έχουν ήδη μετατραπεί σε μετρητά.
Το κρίσιμο σημείο είναι οι εγγυήσεις που πρέπει να προσφέρουν τα κράτη-μέλη, ώστε τα ομόλογα να έχουν αξιοπιστία και το σχήμα να αντέξει σε πιθανές νομικές αμφισβητήσεις.
Πάντως, η ΕΚΤ διά της προέδρου της, Κριστίν Λαγκάρντ, που παρέστη στο συμβούλιο έχει εκφράσει επιφυλάξεις κυρίως όσον αφορά τη νομισματική σταθερότητα και την εικόνα του ευρώ ως αποθεματικού νομίσματος.
Η πρόταση προβλέπει την τοποθέτηση αυτών των κεφαλαίων σε ειδικά ομόλογα μηδενικού επιτοκίου που θα εκδώσει η ΕΕ, με το προϊόν να κατευθύνεται προς την Ουκρανία σε δόσεις.
Νομικές και πολιτικές ανησυχίες
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποσαφηνίσει ότι δεν προτείνει κατάσχεση ρωσικών κυριαρχικών περιουσιακών στοιχείων, αλλά αξιοποίηση των αποθεματικών τους μέσω ενός προσωρινού μηχανισμού.
Όπως τόνισε σε δηλώσεις του νωρίτερα ο Επίτροπος Οικονομίας Βάλντις Ντομπρόβσκις, η Ρωσία θα διατηρήσει τη νομική αξίωση επί των assets, όμως τα συσσωρευμένα μετρητά μπορούν να χρηματοδοτήσουν την Ουκρανία.
«Υπάρχει προθυμία για εποικοδομητική εμπλοκή» σχετικά με τα λεγόμενα δάνεια αποζημιώσεων. Τα κράτη-μέλη το βλέπουν ως μια πιθανή διέξοδο», επεσήμανε, υπογραμμίζοντας ότι «πρέπει να προετοιμάσουμε τα πάντα σχετικά γρήγορα».
Η διάσταση των διεθνών εταίρων
Το ζήτημα έχει παράλληλα έντονη γεωπολιτική διάσταση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πιέσει τους Ευρωπαίους να κινηθούν πιο τολμηρά, με σημείωμα που κυκλοφόρησε προ ημερών στην ομάδα των G7 από τον Ντόναλντ Τραμπ να ζητά «καινοτόμες λύσεις» που να περιλαμβάνουν ακόμη και την αξιοποίηση του ίδιου του ρωσικού κεφαλαίου για την άμυνα της Ουκρανίας.
Ωστόσο, από την άλλη πλευρά του ο Λευκός Οίκος δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμος να αυξήσει την άμεση χρηματοδοτική και στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία, επιδιώκοντας να αφήσει την Ευρώπη να επωμιστεί το μεγάλο βάρος, θεωρώντας ότι την αφορά πιο άμεσα το ζήτημα.
Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν σε δηλώσεις της προ ημερών στήριξε δημοσίως την ιδέα των «δανείων αποζημίωσης», τονίζοντας ότι τα δάνεια θα αποπληρωθούν μόνο εφόσον η Ρωσία αποδεχθεί να αποζημιώσει το Κίεβο για τις ζημιές του πολέμου.
«Δεν χρειάζεται να περιμένουμε το τέλος της σύγκρουσης, η Ουκρανία χρειάζεται τη βοήθεια σήμερα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Οικονομικές ισορροπίες και επόμενα βήματα
Η εφαρμογή του σχεδίου θα απαιτήσει έγκριση από τα εθνικά κοινοβούλια, καθώς συνεπάγεται κοινή ανάληψη κινδύνου. Επιπλέον, το καθεστώς κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που ανανεώνεται κάθε έξι μήνες με ομοφωνία, θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ για την πλήρη διάρκεια των δανείων, στοιχείο που καθιστά τον μηχανισμό ευάλωτο σε πολιτικές ανατροπές.
Παρά τα εμπόδια, αρκετοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι βλέπουν τη συζήτηση να κινείται σε θετική κατεύθυνση. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Λαρς Κλίνγκμπάιλ δήλωσε ότι «θέλουμε να ανταποκριθούμε στην ευθύνη μας απέναντι στην Ουκρανία, αλλά κάθε βήμα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά». Ο σύμβουλος του καγκελάριου Γκίντερ Ζάουτερ σημείωσε από το Κίεβο ότι, αν και η διαδικασία είναι αργή, το γεγονός ότι προχωρά προκαλεί αβεβαιότητα στη ρωσική πλευρά.
Το Κρεμλίνο, δια του εκπροσώπου Ντμίτρι Πεσκόφ, αντέδρασε άμεσα απειλώντας ότι η χρήση των ρωσικών assets «δεν θα μείνει αναπάντητη», δείχνοντας την ένταση που μπορεί να προκαλέσει το σχέδιο στις σχέσεις με τη Μόσχα. Ειδικά δε, σε ένα διάστημα που η Ρωσία έχει αρχίσει παραβιάσεις προς νατοϊκές χώρες, όπως η Πολωνία και εσχάτως η Εσθονία.
Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα είναι εξαιρετικά ευαίσθητο τόσο γεωπολιτικά όσο και οικονομικά, δεδομένου ότι αγγίζει ακόμη και την αξιοπιστία του ευρώ.