Πολιτική

«Να μη γίνουμε Καρυστιανού». Το ΠΑΣΟΚ σαν δεδομένη δύναμη

«Να μη γίνουμε Καρυστιανού». Το ΠΑΣΟΚ σαν δεδομένη δύναμη
Η παρέμβαση του κορυφαίου στελέχους του ΠΑΣΟΚ αναδεικνύει, με τον τρόπο της, τα στρατηγικά αδιέξοδα του σοσιαλδημοκρατικου πόλου.

Η δήλωση – αφορισμός της Άννας Διαμαντοπούλου, που σήκωσε τόση σκόνη αυτή την εβδομάδα, έρχεται την κατάλληλη στιγμή, όχι απλώς για να υπογραμμίσει τη δυσανεξία στην πολιτική δράση που εκτυλίσσεται διαρκώς αυξανόμενη, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με τη  μορφή των κοινωνικών κινημάτων ενάντια στους υφιστάμενους πολιτικούς θεσμούς και το προσωπικό που (προσπαθεί να) τους ενσαρκώνει, αλλά και για να τονίσει, με τον τρόπο της, τα βαθύτερα αίτια της εκλογικής συρρίκνωσης και της πολιτικής αποδοκιμασίας, που γνωρίζουν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ελλάδα και διεθνώς. «Το ΠΑΣΟΚ είναι ένα κόμμα κοινοβουλευτικό, έχει ένα θεσμικό ρόλο (…) εμείς θέλουμε μια χώρα με πολιτική ηρεμία (sic)», υποστήριξε – με τη μέγιστη δυνατή ενάργεια –το γνωστό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, υπενθυμίζοντας το «μεγάλο μετασχηματισμό» που έχουν υποστεί τα κόμματα του κεντροαριστερού – σοσιαλδημοκρατικού πόλου, τόσο στο ιστορικό πεδίο όσο και στο επίπεδο των ιδεολογικών προσανατολισμών.

Με βάση μια αρκετά διαδεδομένη ερμηνεία, από αυτές που αρέσκονται να εξηγούν το πολιτικό διά του πολιτικού ή, πλέον, διά του επικοινωνιακού, η αιτία για την καθήλωση των εκλογικών ποσοστών του ΠΑΣΟΚ, παρά την εξόφθαλμη λαϊκή υποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας, θα έπρεπε να αναζητηθεί στις ελλειμματικές επικοινωνιακές δεξιότητες του σημερινού προέδρου του, ο οποίος, όμως, φέρεται να ελέγχει οργανωτικά το κόμμα και τους μηχανισμούς του. Αυτή η προσέγγιση χάνει από το οπτικό της πεδίο την ιστορική πορεία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και το αποτύπωμά τους στους δυτικούς κοινωνικούς σχηματισμούς.

Μια τέτοια ανάλυση αδυνατεί, εν προκειμένω, να κατανοήσει ότι το ΠΑΣΟΚ είναι το κομματικό υποκείμενο, που ταυτίστηκε περισσότερο από κάθε άλλο με τη μεταπολιτευτική ιστορία της Χώρας και στο οποίο καταλογίζεται από τις οικονομικά υποτελείς τάξεις η ραγδαία επιδείνωση των υλικών όρων ζωής των εργαζομένων κατά την τελευταία δεκαπενταετία, μέσα από την απαρέγκλιτη εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών. Το ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα που άσκησε κατεξοχήν κυβερνητική εξουσία καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώιμης μεταπολιτευτικής περιόδου και  ο φορέας, που άνοιξε διάπλατα τις πόρτες σε διεθνείς οργανισμούς για την υλοποίηση οικονομικών πολιτικών που προκάλεσαν τη διάχυτη κοινωνική οδύνη, μετά το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 – 2009.

Λίγο μετά, δηλαδή, από το γύρισμα του εικοστού πρώτου αιώνα, η ηγεσία του κύριου φορέα της κεντροαριστεράς υπενθύμισε στις πλατιές λαϊκές μάζες, τις οποίες δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει ότι εκφράζει πολιτικά, τον ανεξίτηλα αστικό χαρακτήρα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων συνολικά. Είναι η συγκεκριμένη κομματική οικογένεια, που, στην εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έσπευσε να συνταχθεί με τις άρχουσες τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών και έσυρε τους λαούς της Γηραιάς Ηπείρου στο σφαγείο της μεγαλύτερης στρατιωτικής αναμέτρησης έως τότε.

Από τη σοσιαλδημοκρατία στον «σοσιαλφιλελευθερισμό» και ακόμη παραπέρα

Αυτή η προσχώρηση της ηγετικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ στις συντεταγμένες της νεοφιλελεύθερης ορθολογικότητας, που όλο και συχνότερα συμπυκνώνεται σε ένα σχεδόν τυφλό σεβασμό στους θεσμούς και τον εκφετιχισμό της «ελεύθερης» αγοράς, αποτυπώνεται και στις προγραμματικές καταθέσεις των σοσιαλδημοκρατών.

Έτσι, μετά την κρίση του φορντικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και του παραδοσιακού μοντέλου κράτους, την εντατικοποίηση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης και τη φιλελευθεροποίηση της οικονομικής σφαίρας, το ΠΑΣΟΚ, και συνολικότερα οι σοσιαλδημοκρατικοί φορείς, μετασχηματίζονται ταχύτατα.

Σταδιακά, εγκαταλείπεται η πάγια κεντροαριστερή θέση ως προς το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους και η ατζέντα του ΠΑΣΟΚ μοιάζει διαρκώς και περισσότερο με αυτή των φιλελεύθερων, κεντροδεξιών κομμάτων. Είναι, ενδεικτικά, δεδομένη η αποδοχή των βασικών πορισμάτων των νέων φιλελεύθερων για το κοινωνικό κράτος και τις συνταγές που προτείνεται από τις δεξαμενές σκέψεις των υπερεθνικών οργανισμών μηδενικής ή ελάχιστης δημοκρατικής νομιμοποίησης (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, ΠΟΕ…). Και η αποδοχή ταυτοτικών στοιχείων της φιλελεύθερης κοσμοαντίληψης, με κυρίαρχη την αγοραία ατομικότητα του ανταγωνισμού και τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, συμβαδίζει με την ταυτόχρονη υποβάθμιση πάγιων κεντροαριστερών αρχών, όπως είναι οι αναδιανεμητικές πολιτικές και ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους, που αποκαλούνται από τις πρόθυμες πένες σαν αναχρονιστικές αγκυλώσεις και προσκολλήσεις στο χθες.

Υπάρχει επιστροφή, λοιπόν, από αυτόν τον εκλογικό κατήφορο και την αδιάκοπη προγραμματική μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ; Είναι δυνατή η αντιστροφή αυτής της «παραδοξότητας», με βάση την οποία η ΝΔ βλέπει τα ποσοστά της να μειώνονται δημοσκοπικά και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αδυνατεί να  εκφράσει την κοινωνική κόπωση; Τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο από αυτό. Το ΠΑΣΟΚ (και) υπό τον Νίκο Ανδρουλάκη ακολούθησε την πεπατημένη οδό των περισσότερων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη. Έγινε μια κομματική δύναμη δυνητικά χρήσιμη για το κεντροφιλελεύθερο σύστημα εξουσίας, αλλά παρέμεινε ένας φορέας με ελλιπή κοινωνική γείωση, και μάλιστα σε περιόδους όξυνσης της λαϊκής δυσφορίας. Προτίμησε να γίνει ένας “αξιόπιστος συνομιλητής” για τις πλέον συστημικές φωνές ή, με τα λόγια της Άννας Διαμαντοπούλου, ένα κόμμα που δουλεύει για τη “διατήρηση των ισορροπιών στο πολιτικό σύστημα“.

Ο Μανώλης Σταυρουλάκης είναι δημοσιογράφος, διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο