Η αφήγηση της αυτάρκειας
Την τελευταία δεκαετία, η τουρκική κυβέρνηση καλλιεργεί μια εικόνα τεχνολογικής ανόδου, παρουσιάζοντας τη χώρα ως δύναμη στον τομέα της άμυνας. Από τα drones και τα ελικόπτερα μέχρι τα άρματα μάχης και τα μαχητικά αεροσκάφη, τα φιλοκυβερνητικά μέσα μεταδίδουν το μήνυμα ότι η Άγκυρα απελευθερώνεται από την εξάρτηση από το εξωτερικό. Πίσω από τις μεγάλες τελετές και τις δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όμως, αποκαλύπτεται ένα διαφορετικό τοπίο: πολλά προγράμματα είναι εξαρτημένα από ξένους προμηθευτές και παραμένουν ημιτελή.
Ο μύθος του «yerli ve milli»
Το σύνθημα «εθνικό και αυτόχθονο» έχει γίνει εργαλείο πολιτικής και προπαγάνδας. Το επιθετικό ελικόπτερο ATAK, που παρουσιάστηκε ως σύμβολο τουρκικής καινοτομίας, βασίζεται στο ιταλικό A129 και χρησιμοποιεί εισαγόμενους κινητήρες. Το πρόγραμμα του άρματος μάχης Altay παραμένει στάσιμο για πάνω από δέκα χρόνια λόγω αδυναμίας εξεύρεσης κατάλληλου κινητήρα και συστήματος μετάδοσης. Το πολυδιαφημισμένο εγχώριο αυτοκίνητο TOGG σχεδιάστηκε με ξένη τεχνογνωσία και στηρίζεται σε διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού. Ακόμα πιο φιλόδοξο είναι το πρόγραμμα του μαχητικού KAAN, που παρουσιάστηκε ως ανταγωνιστής του F-35. Όμως, χωρίς πρόσβαση σε αμερικανικούς ή ευρωπαϊκούς κινητήρες, η ανάπτυξή του καθυστερεί.
Τα drones ως σύμβολο ισχύος
Η Baykar και τα drones Μπαϊρακτάρ έγιναν το πιο αναγνωρίσιμο προϊόν της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας. Ο Σελτσούκ Μπαϊρακτάρ, γαμπρός του Ερντογάν, προβάλλεται ως «πρωτοπόρος» της τεχνολογίας αυτής. Τα drones χρησιμοποιήθηκαν στη Συρία, στη Λιβύη, στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και στην Ουκρανία, αποκτώντας διεθνή φήμη. Ωστόσο, τα αρχικά μοντέλα βασίζονταν σε καναδικά οπτικά και δυτικούς κινητήρες, που βρέθηκαν εκτός διάθεσης λόγω εμπάργκο. Οι τουρκικές εταιρείες προσπάθησαν να καλύψουν τα κενά, αλλά η ποιότητα και η διαθεσιμότητα παραμένουν αμφιλεγόμενες. Ο ίδιος ο Ερντογάν έχει αναλάβει τον ρόλο του «πωλητή», εντάσσοντας τα drones σε διπλωματικές αποσκευές και οικονομικά πακέτα.
Προπαγάνδα και πολιτική εργαλειοποίηση
Η εικόνα της «τουρκικής τεχνολογικής επανάστασης» εξυπηρετεί πρωτίστως την εσωτερική πολιτική σκηνή. Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, περιορισμών στη δημοκρατία και διεθνούς απομόνωσης, η κυβέρνηση προβάλλει επιτεύγματα της αμυντικής βιομηχανίας ως στοιχεία εθνικής υπερηφάνειας. Η κρατική τηλεόραση γεμίζει με εικόνες του προέδρου δίπλα σε νέα άρματα και αεροσκάφη, καλλιεργώντας την εντύπωση στρατιωτικής δύναμης. Το αφήγημα αυτό λειτουργεί ως αντιπερισπασμός από τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, ενισχύοντας τον εθνικισμό και την πολιτική βάση του Ερντογάν.
Ανάμεσα στην πρόοδο και τους περιορισμούς
Η Τουρκία έχει επιτύχει σημαντικά βήματα σε συγκεκριμένα πεδία, κυρίως στην ανάπτυξη drones και ορισμένων πυραυλικών συστημάτων. Όμως, η πραγματικότητα δείχνει ότι παραμένει εξαρτημένη από ξένους κινητήρες, αεροηλεκτρονικά και κρίσιμα εξαρτήματα. Οι διεθνείς κυρώσεις και οι πολιτικές εντάσεις με ΗΠΑ και ΕΕ περιορίζουν περαιτέρω τις δυνατότητες. Χωρίς επενδύσεις σε έρευνα, βιομηχανική αυτάρκεια και διαφάνεια στις συνεργασίες, τα μεγαλεπήβολα έργα κινδυνεύουν να παραμείνουν ημιτελή.
Η αμυντική βιομηχανία ως θέατρο
Η αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας συνδυάζει πραγματικές εξελίξεις με ισχυρή δόση προπαγάνδας. Η κυβέρνηση την αξιοποιεί για να προβάλει διεθνώς μια εικόνα ισχυρού και ανεξάρτητου κράτους και ταυτόχρονα να εδραιώσει την εξουσία της στο εσωτερικό. Το χάσμα ανάμεσα στη ρητορική και την πραγματικότητα καθιστά σαφές ότι η «τουρκική αμυντική επανάσταση» παραμένει περισσότερο πολιτικό αφήγημα παρά τεχνολογικό επίτευγμα.
Πηγή: Pagenews.gr