Η βιομηχανία κρασιού της Νέας Ζηλανδίας εισέρχεται σε μια από τις πιο απαιτητικές χρονιές της τελευταίας δεκαετίας, καθώς οι αμερικανικοί δασμοί επιβαρύνουν τη μεγαλύτερη εξαγωγική της αγορά, ενώ η υπερπαραγωγή του 2025 απειλεί να οδηγήσει σε κορεσμό της αγοράς. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του φορέα New Zealand Winegrowers, οι εξαγωγές κρασιού αποτελούν περίπου το 90% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να παραμένουν ο βασικός εμπορικός εταίρος.
Η αξία των εξαγωγών έφτασε τα 2,1 δισ. δολάρια Νέας Ζηλανδίας (περίπου 1,2 δισ. δολάρια ΗΠΑ) έως τον Ιούνιο, ωστόσο η αγορά των ΗΠΑ εμφάνισε πτώση 3%, περιοριζόμενη στα 762 εκατ. δολάρια Νέας Ζηλανδίας. Η μείωση αυτή αποδίδεται στους νέους δασμούς 15% που επέβαλε η αμερικανική κυβέρνηση στα κρασιά της Νέας Ζηλανδίας, σε αντίθεση με το 10% που ισχύει για την Αυστραλία — γεγονός που δημιουργεί ανισορροπίες στον ανταγωνισμό.
Οι εξαγωγείς σε αναζήτηση λύσεων
Ο πρόεδρος του οργανισμού, Φάμπιαν Γιούκιτς, υπογράμμισε ότι οι αυξημένοι φόροι «δεν βοηθούν καμία αγορά κρασιού να αναπτυχθεί», ιδίως σε μια εποχή όπου η κατανάλωση στις ΗΠΑ βρίσκεται σε ύφεση. Παράλληλα, οι συνθήκες επιδεινώνονται από τη γενικότερη οικονομική επιβράδυνση, που πλήττει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών σε βασικές αγορές όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Σύμφωνα με τον Γιούκιτς, οι παραγωγοί αντιμετωπίζουν μια δύσκολη εξίσωση: «Οι αποθήκες μας είναι γεμάτες, η παραγωγή υψηλή και η ζήτηση μειωμένη. Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη στρατηγική μας, να εστιάσουμε στην ποιότητα και να διαφοροποιήσουμε τις αγορές μας».
Υπερπαραγωγή και χαμηλές τιμές στα σταφύλια
Η φετινή συγκομιδή, η δεύτερη μεγαλύτερη στην ιστορία της Νέας Ζηλανδίας, χαρακτηρίστηκε από άριστες καιρικές συνθήκες και υψηλές αποδόσεις ανά στρέμμα. Ωστόσο, η υπερπροσφορά έχει αρχίσει να πιέζει τις τιμές των σταφυλιών προς τα κάτω. Πολλοί παραγωγοί αναγκάστηκαν να αφήσουν ποσότητες ατρύγητων αμπελιών, καθώς τα οινοποιεία δεν ήταν πρόθυμα να αγοράσουν περισσότερη πρώτη ύλη από όση μπορούν να διαθέσουν στην αγορά.
Οι χαμηλότερες τιμές δημιουργούν ανησυχίες για τα μικρά και μεσαία οινοποιεία, τα οποία στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές για τη βιωσιμότητά τους. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η υπερπροσφορά μπορεί να οδηγήσει σε αναδιάρθρωση του κλάδου, με συγχωνεύσεις ή αποχωρήσεις μικρότερων παραγωγών.
Προσπάθεια διαφοροποίησης αγορών
Η Νέα Ζηλανδία επιχειρεί να μειώσει την εξάρτησή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναζητώντας νέες αγορές σε Ασία και Ευρώπη. Η Κίνα, που είχε αποτελέσει πολλά υποσχόμενη αγορά πριν από λίγα χρόνια, παραμένει δύσκολη λόγω των εμπορικών περιορισμών και των αλλαγών στις καταναλωτικές συνήθειες. Αντίθετα, αγορές όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Γερμανία εμφανίζουν δυναμική, αν και δεν μπορούν να απορροφήσουν άμεσα τον ίδιο όγκο κρασιού.
Παράλληλα, η κυβέρνηση εξετάζει τη δυνατότητα διπλωματικής παρέμβασης για να περιοριστούν οι αμερικανικοί δασμοί, τονίζοντας ότι το εμπόριο κρασιού μεταξύ των δύο χωρών είναι αμοιβαία επωφελές.
Το μέλλον του “Sauvignon Blanc”
Το κρασί-σύμβολο της Νέας Ζηλανδίας, το Sauvignon Blanc, εξακολουθεί να κυριαρχεί στις εξαγωγές, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 85% της συνολικής παραγωγής. Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η υπερβολική εξάρτηση από μία ποικιλία εγκυμονεί κινδύνους. Ορισμένα οινοποιεία στρέφονται πλέον σε νέες ετικέτες, όπως το Pinot Noir και το Chardonnay, σε μια προσπάθεια να διαφοροποιήσουν το προφίλ τους και να στοχεύσουν πιο εξειδικευμένα τμήματα της αγοράς.
Ένα δύσκολο σταυροδρόμι
Η εικόνα των ατρύγητων αμπελιών σε περιοχές όπως το Marlborough και το Hawke’s Bay έχει γίνει σύμβολο της αβεβαιότητας που αντιμετωπίζει ο κλάδος. Παρότι η φετινή σοδειά ήταν ευνοϊκή, η συνδυαστική πίεση των δασμών, της χαμηλής ζήτησης και της υπερπαραγωγής δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα για τους παραγωγούς.
Όπως παραδέχεται ο Φάμπιαν Γιούκιτς, «οι επόμενοι δώδεκα μήνες θα είναι καθοριστικοί. Αν δεν αυξηθούν οι πωλήσεις και δεν εξευρεθούν νέες αγορές, ορισμένοι παραγωγοί δεν θα καταφέρουν να αντέξουν».
Η Νέα Ζηλανδία, παρά την ποιότητα και τη φήμη των κρασιών της, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με την ανάγκη επανεκκίνησης της στρατηγικής της, για να διατηρήσει τη θέση της στον παγκόσμιο οινικό χάρτη.
Πηγή: Pagenews.gr