Η ιστορία μοιάζει σχεδόν μυθιστορηματική: ένα ταπεινό ψαροχώρι στη νοτιοδυτική Ιρλανδία, το Ρινγκασκίντι, γίνεται παγκόσμιο πρωτοσέλιδο ως το «χωριό του Βιάγκρα» όταν η Pfizer εγκαθίσταται στην περιοχή και τοποθετεί την κομητεία Κορκ στον χάρτη της κορυφαίας φαρμακευτικής παραγωγής. Μαζί της φτάνουν Johnson & Johnson, Recordati, BioMarin, Hovione και δεκάδες προμηθευτές. Χιλιάδες θέσεις εργασίας, τεχνογνωσία, υψηλοί μισθοί, ένα ολόκληρο οικοσύστημα που τροφοδοτεί πανεπιστήμια, logistics, μηχανολογικές εφαρμογές, ακόμη και την τοπική εστίαση. Όμως η ίδια αυτή ιστορία ευημερίας απειλείται τώρα από μια φράση που επανέρχεται μετ’ επιτάσεως από την Ουάσινγκτον: «Bring it home».
Οι προθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ για επαναπατρισμό της φαρμακευτικής παραγωγής στις ΗΠΑ, συνοδευόμενες από την απειλή επιβολής δασμών που φτάνουν σε ρητορικό επίπεδο έως και το 200–250% για συγκεκριμένες κατηγορίες φαρμάκων, έχουν σημάνει συναγερμό στο Κορκ. Η Ιρλανδία, με το ελκυστικό φορολογικό πλαίσιο, το αγγλόφωνο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και την πρόσβασή της στην ενιαία αγορά της ΕΕ, έγινε ο απόλυτος «μαγνήτης» για αμερικανικά κεφάλαια από τη δεκαετία του ’90 και μετά — ολόκληρη η «εποχή του Κέλτικου Τίγρη» στηρίχθηκε ακριβώς σε αυτή τη συνταγή. Τώρα, το ρίσκο μιας αιφνίδιας αύξησης του κόστους πρόσβασης στις ΗΠΑ μπορεί να μεταβάλει τους υπολογισμούς.
Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται μια ψυχρή πραγματικότητα: από τα 213 δισ. δολάρια φαρμάκων που εισάγουν οι ΗΠΑ ετησίως, το μεγαλύτερο κομμάτι προέρχεται από την Ιρλανδία. Το Κορκ, ειδικά, είναι φαρμακευτικό «νευρικό κέντρο»: επτά από τις δέκα μεγαλύτερες εταιρείες του πλανήτη έχουν παραγωγή ή κρίσιμα βήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας τους στην κομητεία. Πάνω από 11.000 εργαζόμενοι απασχολούνται άμεσα και πολλαπλάσιοι έμμεσα — μηχανικοί διεργασιών, χημικοί, τεχνικοί καθαρών χώρων, ειδικοί ποιοτικού ελέγχου, εφοδιαστική υποστήριξη, συντήρηση προηγμένου εξοπλισμού. Δεν είναι εύκολο να «πακετάρεις» μια τέτοια αλυσίδα και να τη μεταφέρεις αλλού χωρίς κόστος, καθυστερήσεις και ρίσκο για τη δημόσια υγεία.
Ναι μεν η περσινή κατ’ αρχήν συνεννόηση ΕΕ–ΗΠΑ τοποθέτησε έναν «οδηγό» ανώτατου δασμού γύρω στο 15% για φαρμακευτικές εισαγωγές (με εξαιρέσεις για γενόσημα), όμως η πραγματικότητα της πολιτικής είναι πιο ρευστή από μια γραμμή σε ανακοινωθέν. Οι αγορές ήδη αντιδρούν προεξοφλώντας κινδύνους: εξαγωγές προς ΗΠΑ τρέχουν πιο γρήγορα στο πρώτο μισό του έτους, παραγωγές «σπάνε» σε παρτίδες για μετριασμό ρίσκου, ενώ, σύμφωνα με τοπικούς παράγοντες, επενδυτικές αποφάσεις που προορίζονταν για μετά το 2030 παγώνουν μέχρι νεωτέρας. Το μήνυμα είναι σαφές: η αβεβαιότητα κοστίζει.
Η ειρωνεία; Οι πολύ μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες χρειάζονται σταθερότητα όσο τίποτε άλλο. Η παραγωγή βιοφαρμάκων, αντικαρκινικών, εξειδικευμένων σκευασμάτων ακριβείας δεν «ανάβει και σβήνει» με διακόπτη. Απαιτείται αδειοδότηση, βαθιά τεχνογνωσία διεργασιών, εξοπλισμός εκατοντάδων εκατομμυρίων, αλυσίδες ψύξης, διασφάλιση ποιότητας με πιστοποιήσεις που δεν μεταφέρονται από εργοστάσιο σε εργοστάσιο σαν χαρτοκιβώτια. Γι’ αυτό και οι αποφάσεις για μετεγκατάσταση μετρώνται σε έτη, όχι σε μήνες. Το ενδεχόμενο νέων δασμών μπορεί να αυξήσει την πίεση, αλλά παράλληλα εγκυμονεί κινδύνους για την ίδια την αγορά των ΗΠΑ: υψηλότερες τιμές, πιθανές ελλείψεις, bottlenecks σε κρίσιμα φάρμακα.
Στο Ρινγκασκίντι, οι παλιοί θυμούνται εποχές που οι μηχανικοί της Pfizer έφτιαχναν μέχρι και μίνι γκολφ για την κοινότητα στα μεσημεριανά διαλείμματα — σύμβολο μιας σχέσης που ξεπερνούσε την απλή απασχόληση. Σήμερα, οι ίδιοι χώροι παραγωγής είναι δεμένοι με αλυσίδες αξίας πολλαπλών ηπείρων. Η περιοχή δεν φιλοξενεί μόνο δεξαμενές αντίδρασης και καθαρούς χώρους· φιλοξενεί ελπίδες οικογενειών, φορολογικά έσοδα, πανεπιστημιακά spin-offs, μια ολόκληρη οικονομική ταυτότητα. Αν το «Bring it home» γίνει «Pay more at home», το πολιτικό σύνθημα ίσως αποδειχθεί ακριβό πείραμα.
Τι μπορεί να γίνει; Πρώτον, διπλωματική επιμονή. Η Ιρλανδία χρειάζεται τη φωνή της ΕΕ για να κλειδώσει μακροπρόθεσμα πλαίσια χαμηλών δασμών στα φάρμακα, με ρήτρες σταθερότητας που αποτρέπουν αιφνίδιες ανατροπές. Δεύτερον, ανταγωνιστικότητα χωρίς «φορολογικό ντάμπινγκ»: επιτάχυνση αδειοδοτήσεων, εκσυγχρονισμός υποδομών, επενδύσεις σε δεξιότητες (bio-process engineers, data & AI για QC, advanced GMP). Τρίτον, διαφοροποίηση: περισσότερη έμφαση στην παραγωγή ενδιάμεσων σταδίων, αναβαθμισμένες κλινικές δοκιμές, συμβάσεις συμβατής παραγωγής (CMO/CDMO) που δίνουν ευελιξία όταν αλλάζει το γεωπολιτικό σκηνικό.
Για τις ίδιες τις πολυεθνικές, η άσκηση είναι καθαρά χρηστικο-στρατηγική: σε ποια προϊόντα «βγαίνει» το reshoring; Πού υπάρχουν έτοιμες εγκαταστάσεις με GxP ωριμότητα; Πόσο αντέχει ο ασθενής —και το ασφαλιστικό σύστημα— μια ενδεχόμενη αύξηση 15% ή 50% στο τελικό κόστος; Οι πρώτες ανακοινώσεις επενδύσεων σε αμερικανικό έδαφος (Eli Lilly, J&J) δείχνουν ότι τα διοικητικά συμβούλια «κρατούν μία πόρτα ανοιχτή». Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα κλείσουν την ιρλανδική.
Εν τέλει, το «χωριό του Βιάγκρα» δεν κινδυνεύει μόνο επειδή ένας Πρόεδρος απειλεί με δασμούς. Κινδυνεύει από το ντόμινο αβεβαιότητας που αλλάζει τις παραμέτρους σε μια βιομηχανία όπου το ρολόι γυρνάει αργά, αλλά τα κόστη ανεβαίνουν γρήγορα. Αν κάτι δίδαξε η διαδρομή του Κορκ από τη Ford και τη Dunlop στην Apple και τη Pfizer, είναι ότι οι περιοχές που επενδύουν διαρκώς στην αξία τους —γνώση, ανθρώπινο κεφάλαιο, θεσμική αξιοπιστία— αντέχουν τις αναταράξεις. Η μπάλα, λοιπόν, δεν είναι μόνο στην Ουάσινγκτον. Είναι και στο Δουβλίνο, στις Βρυξέλλες και, πάνω απ’ όλα, στα ίδια τα εργοστάσια που έκαναν την Ιρλανδία σημείο αναφοράς της παγκόσμιας φαρμακοβιομηχανίας. Αν κρατηθούν ψύχραιμα τα νεύρα και κλειδώσουν οι σωστές συμφωνίες, το Ρινγκασκίντι θα συνεχίσει να γράφει τίτλους — για τους σωστούς λόγους.
Πηγή: Pagenews.gr