Ήταν τρεις τα ξημερώματα στην Αυστραλία όταν ο Άρτ Μαλόουν της Graphinex έλαβε ένα τηλεφώνημα που θα άλλαζε τη μοίρα της εταιρείας του: ένα δάνειο 1,3 δισ. αυστραλιανών δολαρίων (860 εκατ. δολάρια ΗΠΑ), στο πλαίσιο της νέας αμερικανοαυστραλιανής πρωτοβουλίας για τη δημιουργία ανεξάρτητης αλυσίδας σπάνιων μετάλλων.
«Έπεσα από το κρεβάτι όταν άκουσα τον αριθμό», λέει χαρακτηριστικά, τονίζοντας πως «στην τελευταία μεταλλευτική διάσκεψη ένιωσα σαν ροκ σταρ». Η Graphinex, που διαθέτει το τρίτο μεγαλύτερο κοίτασμα γραφίτη στον κόσμο, ήταν για χρόνια εκτός ραντάρ των επενδυτών. Η νέα συμφωνία, όμως, αλλάζει τα δεδομένα: η Δύση χτίζει τη δική της “αντι-Κίνα” αλυσίδα εφοδιασμού.
Η Αυστραλία έχει αναδειχθεί σε κομβικό στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ, τη στιγμή που το Πεκίνο περιορίζει τις εξαγωγές και χρησιμοποιεί τα κρίσιμα ορυκτά ως γεωπολιτικό όπλο. Η κυβέρνηση Τραμπ υπέγραψε στον Λευκό Οίκο συμφωνία με τον Αυστραλό πρωθυπουργό Άντονι Αλμπανέζι για επενδύσεις ύψους 1 δισ. δολαρίων, με στόχο τη δημιουργία μη κινεζικής αλυσίδας παραγωγής σπάνιων γαιών και κρίσιμων μετάλλων.
Η Τράπεζα Εξαγωγών–Εισαγωγών των ΗΠΑ (Exim Bank) δεσμεύτηκε με 2,2 δισ. δολάρια για την προώθηση έργων στην Αυστραλία, με δικαιούχους επτά εταιρείες – μεταξύ αυτών οι Arafura Rare Earths, Northern Minerals, RZ Resources και η Graphinex του Μαλόουν. Ο Αμερικανός υπουργός Εσωτερικών, Νταγκ Μπέργκαμ, χαρακτήρισε τη νέα συμμαχία «εξίσου σημαντική με το σχέδιο Μανχάταν», τονίζοντας πως «οι κρίσιμες πρώτες ύλες είναι το καύσιμο της σύγχρονης τεχνολογίας και της εθνικής ασφάλειας».
Η είδηση προκάλεσε έκρηξη στα αυστραλιανά χρηματιστήρια, καθώς οι μετοχές των μικρών μεταλλευτικών εταιρειών εκτινάχθηκαν. Η δισεκατομμυριούχος Τζίνα Ράινχαρτ είδε τεράστιες αποδόσεις μέσω της Hancock Prospecting, ενώ επενδύει δυναμικά σε νέα έργα όπως της Arafura και της Brazilian Rare Earths. Η κυβέρνηση της Καμπέρας απέκτησε μερίδιο 100 εκατ. δολαρίων στην Arafura, επιβεβαιώνοντας τη στρατηγική της δέσμευση στην ενεργειακή ανεξαρτησία.
Παράλληλα, η Exim Bank και η Αυστραλία στοχεύουν στη δημιουργία διυλιστηρίων γαλλίου στη Δυτική Αυστραλία, σε συνεργασία με την Alcoa και την ιαπωνική Sojitz. Το γάλλιο είναι κρίσιμο υλικό για την παραγωγή ημιαγωγών, τεχνητής νοημοσύνης και αμυντικών εφαρμογών – το νέο «χρυσάφι» του 21ου αιώνα.
Ο αναλυτής της UBS, Ντιμ Αριγιασίνγκε, παρομοίασε τις σπάνιες γαίες με «το καρύκευμα της βιομηχανικής επανάστασης — μικρές ποσότητες, αλλά απολύτως απαραίτητες». Ωστόσο, προειδοποίησε πως το κόστος παραγωγής στην Αυστραλία είναι πενταπλάσιο από την Ασία, εξαιτίας των υψηλών τιμών ενέργειας και εργασίας.
Η κυβέρνηση της Καμπέρας αντιδρά με γενναίες επιδοτήσεις, όπως αυτή για το έργο της Iluka Resources ύψους 1,8 δισ. δολαρίων. Παρά τις επικρίσεις πως «η Αυστραλία χρηματοδοτεί τα προβλήματα άλλων χωρών», ειδικοί όπως ο πρώην Βρετανός ΥΠΕΞ Ντόμινικ Ράαμπ θεωρούν τα μέτρα αναγκαία: «Η αγορά είναι διαταραγμένη. Η Δύση πρέπει να ξαναχτίσει τις εφοδιαστικές αλυσίδες της από το μηδέν», δήλωσε, ανακοινώνοντας επενδύσεις στην Gippsland Critical Minerals.
Η συμφωνία σηματοδοτεί την απαρχή ενός νέου “Ψυχρού Πολέμου” για τα κρίσιμα ορυκτά, με την Ουάσιγκτον και την Καμπέρα να χαράζουν κοινή στρατηγική απέναντι στο Πεκίνο. «Περάσαμε από την επιφυλακτική αισιοδοξία σε μια νέα εποχή ενθουσιασμού — όχι μόνο για εταιρείες, αλλά για έθνη», δήλωσε ο Άνταμ Χάντλεϊ της Northern Minerals.
Πηγή: pagenews.gr
