Ελλάδα

Αθήνα: Αντιμέτωπη με τη χειρότερη λειψυδρία των τελευταίων τριών δεκαετιών

Αθήνα: Αντιμέτωπη με τη χειρότερη λειψυδρία των τελευταίων τριών δεκαετιών
Σε καθεστώς υδατικής πίεσης η Αττική – Σχέδιο έκτακτης ανάγκης, επενδύσεις δισεκατομμυρίων και αγώνας με τον χρόνο για να μη «διψάσει» η πρωτεύουσα

Η Αττική βρίσκεται πλέον επισήμως αντιμέτωπη με τη σοβαρότερη κρίση λειψυδρίας των τελευταίων τριάντα ετών. Πίσω από τη φαινομενική «κανονικότητα» της καθημερινής ζωής –τη βρύση που ακόμα τρέχει, το ντους που ανοίγει χωρίς δεύτερη σκέψη– κρύβεται μια ανησυχητική πραγματικότητα: οι δύο βασικοί ταμιευτήρες που υδροδοτούν την Αθήνα, ο Μόρνος και η Υλίκη, έχουν κατέβει σε επίπεδα-ρεκόρ, θέτοντας για πρώτη φορά τόσο καθαρά το ερώτημα «μέχρι πότε;».

Σύμφωνα με τις νεότερες μετρήσεις, ο Μόρνος έχει χάσει πάνω από το 40% των αποθεμάτων του μέσα σε μόλις δύο χρόνια. Η επιφάνεια της λίμνης έχει συρρικνωθεί σχεδόν στο μισό, αποτυπώνοντας με γυμνό μάτι την ένταση του προβλήματος. Αντίστοιχα ανησυχητική είναι και η εικόνα της Υλίκης, όπου μόνο τον τελευταίο χρόνο η διαθέσιμη ποσότητα νερού έχει μειωθεί επίσης κατά περίπου 40%. Τα στοιχεία αυτά δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών: η υδρολογική κατάσταση επιδεινώνεται με ρυθμό που ξεπερνά τις παλαιότερες «κακές χρονιές» και παραπέμπει σε μια πιο μόνιμη, δομική κρίση.

Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, η κυβέρνηση έχει ήδη αρχίσει να ενεργοποιεί καθεστώς έκτακτης ανάγκης για την κατανάλωση νερού στο λεκανοπέδιο. Ο στόχος είναι διπλός: από τη μία να επιταχυνθούν κρίσιμα έργα υποδομής που θα θωρακίσουν υδροδοτικά την Αττική για τουλάχιστον τριάντα χρόνια και από την άλλη να σταλεί σαφές μήνυμα ότι η εποχή της σπάταλης κατανάλωσης έχει τελειώσει.

Κεντρικός άξονας αυτού του σχεδιασμού είναι το έργο «Εύρυτος». Πρόκειται για ένα φιλόδοξο σχέδιο αξιοποίησης υδάτινων πόρων από περιοχές με υψηλά επίπεδα βροχόπτωσης, με αιχμή τη λίμνη Κρεμαστών, στην οποία εκβάλλουν ο Κρικελιώτης και ο Καρπενησιώτης. Το σχέδιο προβλέπει τη μεταφορά νερού που σήμερα «περισσεύει» και καταλήγει στη θάλασσα, προς ενίσχυση των ταμιευτήρων που στηρίζουν την Αθήνα. Παράλληλα, έχουν σχεδιαστεί και συμπληρωματικά, μικρότερα έργα, ώστε να δημιουργηθεί ένα πιο ευέλικτο και ανθεκτικό υδροδοτικό σύστημα.

Στο πλευρό αυτού του κρατικού σχεδιασμού κινείται και η ΕΥΔΑΠ, η οποία αναπτύσσει επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 2,5 δισ. ευρώ. Ο στόχος είναι να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των υφιστάμενων υποδομών, να μειωθούν οι απώλειες και να βελτιωθεί ο συνολικός έλεγχος του δικτύου. Στο σχέδιο περιλαμβάνονται επενδύσεις σε «έξυπνα» δίκτυα –με συστήματα τηλεμετρίας, αυτόματης καταγραφής και ανίχνευσης διαρροών– αλλά και σε έργα επαναχρησιμοποίησης νερού, ώστε ένα μέρος των υδάτων που σήμερα χάνεται μετά την επεξεργασία να επιστρέφει με ασφάλεια σε χρήσεις άρδευσης ή βιομηχανίας.

Ωστόσο, οι υποδομές από μόνες τους δεν αρκούν. Όπως επισημαίνουν ειδικοί και στελέχη της ΕΥΔΑΠ, κρίσιμος παράγοντας είναι η ανταπόκριση των ίδιων των πολιτών. Η Αθήνα διανύει περίοδο επίμονης ξηρασίας που, όπως σημειώνουν, μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη της περιόδου 1988-1994. Όμως σε αντίθεση με τότε, το σημερινό φαινόμενο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κλιματική κρίση: λιγότερες βροχερές ημέρες σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, μικρότερη συσσώρευση χιονιού στα βουνά – άρα και λιγότερα ρυάκια και χείμαρροι που «ταΐζουν» τους ταμιευτήρες. Η φυσική αναπλήρωση των αποθεμάτων έχει περιοριστεί αισθητά.

Οι πρόσφατες ισχυρές βροχοπτώσεις δεν αρκούν για να αλλάξουν τη μεγάλη εικόνα. Στις περιπτώσεις των καταιγίδων, το νερό πέφτει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα με μεγάλη ένταση και το μεγαλύτερο μέρος του καταλήγει γρήγορα στη θάλασσα, πριν προλάβει να αποθηκευτεί αποτελεσματικά στα υπόγεια υδροφόρα στρώματα ή στους ταμιευτήρες. Αυτό σημαίνει ότι η πόλη μπορεί να ζει στιγμιαία σκηνές «πλημμύρας», αλλά να βρίσκεται ταυτόχρονα σε καθεστώς λειψυδρίας.

Οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι η Αθήνα δεν είναι μόνη της σε αυτή την κρίση. Παραδείγματα από το εξωτερικό δείχνουν τόσο τι πρέπει να γίνει, όσο και τι πρέπει να αποφευχθεί. Το 2008, η Κύπρος βρέθηκε σε ανάλογο αδιέξοδο και αναγκάστηκε να μεταφέρει περίπου 8 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού με δεξαμενόπλοια από την Ελλάδα για να καλύψει τις ανάγκες της. Έχοντας βιώσει εκείνη την κρίση, η Λευκωσία επένδυσε έκτοτε σε νέες μονάδες αφαλάτωσης και επέβαλε αυστηρότερα μέτρα εξοικονόμησης, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι πολύ καλύτερα θωρακισμένη – ένα μοντέλο στο οποίο κοιτάζουν ήδη πολλές μεσογειακές πόλεις.

Παρόμοιες προκλήσεις αντιμετωπίζουν και χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία, οι οποίες έχουν θέσει ολόκληρες περιοχές τους σε «συναγερμό νερού», εφαρμόζοντας σε τοπικό επίπεδο περιορισμούς στην κατανάλωση και σχέδια εξοικονόμησης. Στον αντίποδα, το παράδειγμα του Ιράν λειτουργεί ως προειδοποίηση: εκεί, η καθυστερημένη αντίδραση σε μια βαριά κρίση λειψυδρίας οδήγησε στη συζήτηση ακραίων μέτρων, όπως δελτίο στο νερό ή ακόμα και προοπτική σταδιακής εγκατάλειψης της πρωτεύουσας Τεχεράνης σε βάθος χρόνου.

Για την Αθήνα, το στοίχημα είναι να μην φτάσει ποτέ σε αυτό το σημείο. Η ενεργοποίηση σχεδίων έκτακτης ανάγκης, οι μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές, η αναζήτηση συμπληρωματικών λύσεων όπως η επαναχρησιμοποίηση και –μελλοντικά– η αφαλάτωση, αποτελούν κομμάτια της ίδιας στρατηγικής. Το κρισιμότερο, όμως, είναι να αλλάξει η κουλτούρα γύρω από το νερό: από ανεξάντλητο και δεδομένο αγαθό, σε κοινό, πολύτιμο πόρο που απαιτεί σύνεση, μέτρο και συνεργασία από όλους.

Σε μια πόλη όπου κατοικεί σχεδόν ο μισός πληθυσμός της χώρας, η διαχείριση κάθε σταγόνας δεν είναι πια υπερβολή. Είναι όρος επιβίωσης.

Πηγή: Pagenews.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο