Η Ελλάδα του ήλιου, της «χρυσής βίζας» και του 7% φόρου
Για έναν Βορειοευρωπαίο συνταξιούχο, η Ελλάδα μοιάζει με ιδανικό τελικό προορισμό ζωής. Διεθνείς λίστες και εξειδικευμένες πλατφόρμες την κατατάσσουν σταθερά στους κορυφαίους προορισμούς για συνταξιοδότηση, με βάση το κόστος ζωής, την υγεία, τη στέγαση, το κλίμα, τις βίζες και την ευκολία ένταξης στην τοπική κοινωνία. Σε όλα αυτά, η χώρα εμφανίζεται ως ένας μεσογειακός «παράδεισος» για όσους έρχονται από τον βορρά.
Η ποιότητα ζωής, το ήπιο κλίμα, η εγγύτητα στη φύση, η αίσθηση ασφάλειας, ο πιο χαλαρός ρυθμός της καθημερινότητας, αποτελούν ισχυρά κίνητρα για Γερμανούς, Ολλανδούς, Σουηδούς, Νορβηγούς και άλλους συνταξιούχους που αναζητούν μια ήρεμη, ζεστή και προσιτή καθημερινότητα. Όχι τυχαία, αρκετοί αξιοποιούν το πρόγραμμα «χρυσής βίζας», εξασφαλίζοντας άδεια διαμονής μέσω αγοράς ακινήτου, σε μια χώρα που μοιάζει να τους στρώνει κόκκινο χαλί.
Αμέσως επόμενο κίνητρο είναι το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Από το 2020, όσοι μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα φορολογούνται με συντελεστή μόλις 7% στο εισόδημα από το εξωτερικό, για διάστημα 15 ετών. Για έναν συνταξιούχο με υψηλή σύνταξη από βόρεια χώρα, αυτή η απλή κίνηση μεταφράζεται σε σταθερή, προβλέψιμη και εξαιρετικά προσοδοφόρα φορολογική βάση. Για την Ελλάδα, μεταφράζεται σε ένα διαρκές κύμα «χρυσών» συνταξιούχων που φέρνουν μαζί τους χρήμα, κατανάλωση και αγοραστική δύναμη πολύ πάνω από τον μέσο Έλληνα.
Κατοικία, υγεία και καθημερινότητα: όταν η Ελλάδα μοιάζει φθηνή
Για τους ξένους που έρχονται από πλούσιες χώρες, η ελληνική αγορά ακινήτων είναι ευκαιρία. Οι τιμές εδώ θεωρούνται συχνά… χαμηλές. Σε πολλές περιπτώσεις είναι έως και 75% φθηνότερες σε σχέση με αντίστοιχες περιοχές στη Βόρεια Ευρώπη, ειδικά σε παραθαλάσσιες ζώνες και νησιά, καθιστώντας την αγορά σπιτιού κοντά στη θάλασσα όχι απλώς εφικτή, αλλά ιδιαίτερα ελκυστική.
Η σύγκριση με ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις είναι αποκαλυπτική: μια θέση στάθμευσης στο Άμστερνταμ μπορεί να κοστίζει όσο ένα ολόκληρο σπίτι δίπλα στη θάλασσα στην Ελλάδα. Για τον Βορειοευρωπαίο συνταξιούχο, αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά σκληρή σύγκριση τιμών που επιβεβαιώνει πόσο «φθηνή» φαντάζει η χώρα μας στα δικά του μέτρα.
Εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι η υγεία. Τα ιδιωτικά ασφάλιστρα ξεκινούν από περίπου 50 ευρώ και φτάνουν τα 150 ευρώ τον μήνα, ποσά που θεωρούνται εξαιρετικά λογικά για κάποιον που προέρχεται από χώρες με πολύ ακριβότερα συστήματα. Μια επίσκεψη σε ιδιώτη γιατρό κοστίζει από 40 έως 80 ευρώ, επίπεδα που για τους ξένους συχνά μοιάζουν απολύτως αποδεκτά. Οι Έλληνες γιατροί χαίρουν καλής φήμης, η πρόσβαση στα δημόσια νοσοκομεία είναι σχετικά εύκολη και, παρά τις σοβαρές ελλείψεις στην «ξενοδοχειακή» υποδομή των νοσοκομείων, οι υγειονομικές υπηρεσίες κρίνονται υψηλού επιπέδου.
Στο κόστος διαβίωσης η εικόνα είναι παρόμοια. Ναι, ο πληθωρισμός έχει χτυπήσει και την Ελλάδα, αλλά για κάποιον που φέρνει σύνταξη σε ευρώ από μια χώρα με υψηλότερες απολαβές, οι τιμές εδώ παραμένουν διαχειρίσιμες. Ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας κοστίζει από 480 έως 800 ευρώ τον μήνα, ενώ σε μικρότερες πόλεις ή νησιά το ενοίκιο μπορεί να πέσει ακόμη και στα 390 ευρώ. Ένα βασικό καλάθι αγορών εκτιμάται μεταξύ 120 και 300 ευρώ τον μήνα, ενώ ένα απλό γεύμα έξω μπορεί να ξεκινά από 10 ευρώ – ένα σουβλάκι με πατάτες τηγανητές, που για τον ξένο μοιάζει φθηνή λύση, αλλά για τον χαμηλοσυνταξιούχο Έλληνα είναι πλέον υπολογίσιμη πολυτέλεια.
Η άλλη όψη του νομίσματος: ο Έλληνας συνταξιούχος στον «παράδεισο» των άλλων
Πίσω όμως από την εικόνα της ονειρικής Ελλάδας για τους ξένους, κρύβεται μια πολύ πιο σκληρή πραγματικότητα για τους Έλληνες συνταξιούχους. Εκεί όπου για τον Βορειοευρωπαίο η χώρα είναι μια οικονομικά προσιτή όαση, για τον Έλληνα ηλικιωμένο είναι ένας καθημερινός Γολγοθάς.
Η πλειονότητα των Ελλήνων συνταξιούχων ζει με κύριες συντάξεις που κυμαίνονται μεταξύ 500 και 800 ευρώ τον μήνα. Την ίδια στιγμή, η ακρίβεια σε τρόφιμα, ρεύμα, φάρμακα και καύσιμα έχει εκτοξευθεί. Αυτό που για έναν ξένο φαντάζει «λογικό κόστος ζωής», για τον μέσο Έλληνα συνταξιούχο είναι ένα διαρκές οικονομικό στρίμωγμα, όπου κάθε λογαριασμός μοιάζει με νέα δοκιμασία.
Το ενοίκιο ενός διαμερίσματος, ακόμη και μακριά από το κέντρο, μπορεί να απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος της σύνταξης. Πολλοί μεν διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία, αλλά η συντήρηση, οι επισκευές, οι λογαριασμοί και ο ΕΝΦΙΑ αποτελούν επιπλέον βάρος. Για εκείνους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία ή την τύχη να αποκτήσουν σπίτι και αναγκάζονται να νοικιάζουν, η κατάσταση είναι δραματική: η έκρηξη των τιμών ενοικίασης, σε συνδυασμό με την άνοδο της βραχυχρόνιας μίσθωσης, κάνει την πρόσβαση σε αξιοπρεπή στέγη όλο και πιο δύσκολη.
Δύο πραγματικότητες στην ίδια χώρα
Στην ίδια χώρα, με τις ίδιες πόλεις, τις ίδιες γειτονιές, την ίδια θάλασσα και τον ίδιο ήλιο, συνυπάρχουν δύο εντελώς διαφορετικές πραγματικότητες. Από τη μία, ο Βορειοευρωπαίος συνταξιούχος που βλέπει την Ελλάδα ως οικονομικά προσιτό και ποιοτικό «παράδεισο» για τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Από την άλλη, ο Έλληνας συνταξιούχος που μετρά ευρώ στο σούπερ μάρκετ, αναβάλλει τον λογαριασμό του ρεύματος, κόβει από την έξοδο και πολλές φορές από τη θέρμανση, για να «βγει» ο μήνας.
Η ίδια χώρα που διαφημίζεται διεθνώς ως όαση χαμηλού κόστους και υψηλής ποιότητας ζωής, αποδεικνύεται αφιλόξενη για πολλούς από τους δικούς της ηλικιωμένους. Για τους ξένους, η Ελλάδα είναι ευκαιρία. Για τους Έλληνες συνταξιούχους, γίνεται όλο και περισσότερο μια δύσκολη εξίσωση επιβίωσης.
Το ερώτημα που μένει στον αέρα είναι αν αυτή η αντίθεση θα συνεχίσει να βαθαίνει ή αν κάποια στιγμή η χώρα θα αποφασίσει να γίνει «παράδεισος» όχι μόνο για όσους έρχονται απ’ έξω, αλλά και για εκείνους που έζησαν, δούλεψαν και γέρασαν εδώ.
Πηγή: Pagenews.gr
