Overweight στην Ελλάδα: Γιατί η JP Morgan επιμένει ελληνικά
Η JP Morgan επανέρχεται με ηχηρό τρόπο στο ελληνικό χρηματιστήριο, επαναλαμβάνοντας για το 2026 τη σύσταση overweight στις ελληνικές μετοχές. Σε νέα έκθεσή της για τις αναδυόμενες αγορές, με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου, η αμερικανική επενδυτική τράπεζα «στοιχηματίζει» ότι η Ελλάδα όχι μόνο διατηρεί το momentum της, αλλά έχει ακόμη σημαντικό χώρο ανόδου.
Κεντρικό της επιχείρημα είναι ο συνδυασμός «ακόμη χαμηλών αποτιμήσεων» και «ισχυρού μακροοικονομικού σκηνικού». Υπολογίζει ότι ο δείκτης MSCI Ελλάδας μπορεί να καταγράψει ράλι της τάξης του 16% σε όρους δολαρίου το 2026, σε ένα περιβάλλον όπου οι αναδυόμενες αγορές συνολικά αναμένεται να σημειώσουν ισχυρές επιδόσεις, με κέρδη γύρω στο 15% στο βασικό της σενάριο.
Ελληνικές τράπεζες και ΔΕΗ στο «πάνθεον» των επιλογών
Στην κορυφή των επιλογών της JP Morgan για την ελληνική αγορά βρίσκονται οι τέσσερις συστημικές τράπεζες – Εθνική Τράπεζα, Eurobank, Τράπεζα Πειραιώς και Alpha Bank – αλλά και η ΔΕΗ. Οι δύο αυτοί κλάδοι, τραπεζικός και utilities, χαρακτηρίζονται ως οι «αγαπημένοι» της αμερικανικής τράπεζας στην Ελλάδα, με σαφές επενδυτικό αφήγημα πίσω από τη σύσταση.
Οι ελληνικές τράπεζες, όπως σημειώνει, διαπραγματεύονται με εκτιμώμενο P/E 12μήνου στο 8,6x, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρώπης που διαμορφώνεται στο 9,4x. Η απόδοσή τους τα τελευταία χρόνια έχει καθοδηγηθεί κυρίως από την εκρηκτική αύξηση και τις ανοδικές αναθεωρήσεις των κερδών μετά την πανδημία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: στο τέλος του 2022, τα εκτιμώμενα κέρδη ανά μετοχή (EPS) για το 2025 στην Πειραιώς ήταν 0,53 ευρώ – σήμερα έχουν ανέβει στα 0,87. Για την Eurobank, από 0,24 έχουν φτάσει στα 0,38.
Η JP Morgan εκτιμά ότι η «επόμενη πίστα» ανόδου μπορεί να έρθει από νέες συνεργασίες σε τομείς όπως το bancassurance και άλλες προμήθειες, αλλά και από πιθανή αύξηση των αποδόσεων προς τους μετόχους, μέσω μερισμάτων και σχεδίων επιστροφής κεφαλαίου. Ένας επιπλέον καταλύτης θεωρείται η προοπτική συγχωνεύσεων και εξαγορών στον τραπεζικό κλάδο, με αιχμή την είσοδο και ενίσχυση μεγάλων ευρωπαϊκών ομίλων. Ήδη η UniCredit κατέχει το 30% της Alpha Bank, και η JP Morgan «βλέπει» πιθανή αύξηση του ποσοστού ή και ενδιαφέρον άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών για τις μεγάλες ελληνικές.
Στον χώρο της ενέργειας, η ΔΕΗ συγκαταλέγεται στις κορυφαίες επιλογές της τράπεζας, παρά το γεγονός ότι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο βρίσκεται στην 25η θέση σε μέγεθος ανάμεσα στις 26 μετοχές του δείκτη utilities. Η θετική αξιολόγηση βασίζεται στο μετασχηματισμό της εταιρείας, στην επέκταση στις ΑΠΕ και στο σταθερό ρυθμιστικό περιβάλλον που διαμορφώνεται σταδιακά. Αντίθετα, ο ΟΤΕ κατατάσσεται στις λιγότερο προτιμώμενες επιλογές, με την JP Morgan να θεωρεί ότι ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών δεν προσφέρει την ίδια αναπτυξιακή δυναμική και περιθώριο rerating.
Αναδυόμενες αγορές σε φάση ισχυρής απόδοσης – Η θέση της Ελλάδας
Η θετική στάση της JP Morgan για την Ελλάδα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στροφής προς τις αναδυόμενες αγορές. Η τράπεζα εκτιμά ότι το 2026 θα είναι χρονιά πολύ ισχυρών επιδόσεων για τις μετοχές των EM, στηριγμένων σε χαμηλότερα τοπικά επιτόκια, υψηλότερη αύξηση κερδών, ελκυστικές αποτιμήσεις, βελτίωση εταιρικής διακυβέρνησης, υγιέστερα δημοσιονομικά και ανθεκτική παγκόσμια ανάπτυξη.
Σε αυτό το σκηνικό, η JP Morgan αναβαθμίζει την Κίνα σε overweight, βλέποντας συνέχιση της ανάκαμψής της από το 2026, με εμβάθυνση στην ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης, μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς και στήριξη της κατανάλωσης. Overweight θέσεις διατηρεί επίσης σε Κορέα, Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αλλά και σε Ελλάδα και Πολωνία, οι οποίες, όπως σημειώνει, αναμένεται να ευνοηθούν από την ευρωπαϊκή δυναμική.
Στο επίπεδο των παγκόσμιων στρατηγικών, η JP Morgan τηρεί overweight στάση στις αναδυόμενες αγορές έναντι των ανεπτυγμένων, γεγονός που ενισχύει περαιτέρω την επενδυτική αφήγηση για την Ελλάδα, όσο παραμένει τυπικά στη ζώνη των αναδυόμενων.
Ισχυρό μακροοικονομικό υπόβαθρο: ομόλογα, ΑΕΠ και πλεονάσματα
Η θετική άποψη της JP Morgan δεν βασίζεται μόνο στις αποτιμήσεις των μετοχών, αλλά και στο ευρύτερο μακροοικονομικό πλαίσιο. Υπενθυμίζει ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων κινούνται πλέον κάτω από τις αντίστοιχες της Γαλλίας, ένδειξη υψηλής εμπιστοσύνης των αγορών στο ελληνικό χρέος.
Το ΑΕΠ της Ελλάδας για το 2026 εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά περίπου 2% ή και παραπάνω, για έκτη συνεχόμενη χρονιά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Παράλληλα, η χώρα αναμένεται να καταγράψει πέμπτο συνεχόμενο πρωτογενές πλεόνασμα, με το καθαρό έλλειμμα να διαμορφώνεται κάτω από το 1% του ΑΕΠ. Όλα αυτά συνθέτουν ένα σκηνικό δημοσιονομικής σταθερότητας που ενισχύει την ελκυστικότητα της ελληνικής αγοράς στους ξένους επενδυτές.
Η σκιά της αναβάθμισης σε ανεπτυγμένη αγορά
Παρά τον ενθουσιασμό για τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές, η JP Morgan δεν κρύβει τις μακροπρόθεσμες ανησυχίες της. Κομβικό σημείο είναι η αναμενόμενη μετάβαση της Ελλάδας από το καθεστώς «αναδυόμενης» σε «ανεπτυγμένη» αγορά στους δείκτες της MSCI, κάτι που η τράπεζα θεωρεί σχεδόν βέβαιο ότι θα συμβεί.
Σύμφωνα με το πιθανό χρονοδιάγραμμα που περιγράφει, μια πρώτη ανακοίνωση στην Ετήσια Επισκόπηση Ταξινόμησης Αγοράς τον Ιούνιο του 2026 θα ενεργοποιήσει μονοετή διαβούλευση. Η τελική επιβεβαίωση της αναβάθμισης θα μπορούσε να έρθει στην αντίστοιχη Επισκόπηση του Ιουνίου 2027, με την τυπική αναβάθμιση να υλοποιείται στην αναπροσαρμογή του δείκτη στα τέλη Μαΐου του 2028.
Τότε, η Ελλάδα αναμένεται να έχει στάθμιση γύρω στις 38 μονάδες βάσης στον MSCI Europe, μεγαλύτερη από την Πορτογαλία ή την Αυστρία, αλλά μικρότερη από την Ιρλανδία. Πρόβλημα όμως, κατά την JP Morgan, είναι ότι: πρώτον, πολλοί επενδυτές αναδυόμενων αγορών είναι ήδη overweight στην Ελλάδα και θα αναγκαστούν να περιορίσουν ή να κλείσουν θέσεις, και δεύτερον, προς το παρόν δεν διαπιστώνεται ζωηρό ενδιαφέρον από επενδυτές ανεπτυγμένων αγορών να εντάξουν την Ελλάδα στα χαρτοφυλάκιά τους μετά την αναβάθμιση.
Επιπλέον, με τα σημερινά δεδομένα, καμία ελληνική τράπεζα δεν μπαίνει στους 50 κορυφαίους πανευρωπαϊκούς χρηματοοικονομικούς τίτλους, ενώ η ΔΕΗ εμφανίζεται 25η στις 26 μετοχές του πανευρωπαϊκού δείκτη utilities και η Jumbo 42η στις 46 του δείκτη μη βασικών καταναλωτικών αγαθών.
Ψήφος εμπιστοσύνης με… αστερίσκους
Το τελικό μήνυμα της JP Morgan είναι διπλό. Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, η Ελλάδα εξακολουθεί να προσφέρει ελκυστικό μείγμα αποτιμήσεων, ανάπτυξης και κερδοφορίας, με τις τραπεζικές μετοχές και τη ΔΕΗ να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των επιλογών της για το 2026 και τον MSCI Ελλάδας να έχει, κατά την εκτίμησή της, περιθώριο ανόδου περίπου 16%.
Ταυτόχρονα όμως, η αμερικανική τράπεζα προειδοποιεί ότι η πολυαναμενόμενη αναβάθμιση της ελληνικής αγοράς σε ανεπτυγμένη μπορεί να αποδειχθεί «δίκοπο μαχαίρι» για τη μακροπρόθεσμη υγεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών, εάν δεν συνοδευτεί από αντίστοιχη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης και ουσιαστική ενίσχυση του μεγέθους και της διεθνούς βαρύτητας των ελληνικών εισηγμένων.
Μέχρι τότε, πάντως, η JP Morgan βάζει ξεκάθαρα την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή των ευκαιριών στις αναδυόμενες αγορές – και ο επόμενος χρόνος θα δείξει αν η ελληνική αγορά θα δικαιώσει για άλλη μία φορά αυτή την ψήφο εμπιστοσύνης.
Πηγή: Pagenews.gr
