AGRICULTURE

Ουραγός και στο μαρούλι η Ελλάδα: γιατί μια αγροτική χώρα εισάγει χιλιάδες τόνους κάθε χρόνο

Ουραγός και στο μαρούλι η Ελλάδα: γιατί μια αγροτική χώρα εισάγει χιλιάδες τόνους κάθε χρόνο
Σε μια παγκόσμια αγορά όπου ακόμη και το… μαρούλι μετριέται σε δισεκατομμύρια δολάρια, η Ελλάδα εμφανίζεται απούσα από τον χάρτη των μεγάλων παικτών και μάλιστα με ρόλο καθαρού εισαγωγέα

Το 2024, οι παγκόσμιες εξαγωγές μαρουλιού έφτασαν τα 3,62 δισ. δολάρια, καταγράφοντας άνοδο περίπου 22,5% σε πέντε χρόνια σε σχέση με το 2020. Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Incofruit – Hellas για το εννεάμηνο του 2025, η Ελλάδα εισάγει 5.334 τόνους μαρουλιού, έναντι 6.212 τόνων πέρυσι, με τις ποσότητες να προέρχονται κυρίως από Ολλανδία, Αίγυπτο, Ισπανία και άλλες χώρες.

Αν και ο όγκος αυτός δεν είναι τεράστιος σε απόλυτους αριθμούς, είναι ενδεικτικός για κάτι βαθύτερο: μια αγροτική χώρα με ευνοϊκό κλίμα, μεγάλη παράδοση σε κηπευτικά και έντονη παρουσία στη μεσογειακή διατροφή δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει οργανωμένο, εξαγώγιμο προϊόν σε ένα τόσο βασικό λαχανικό, την ώρα που άλλες χώρες έχουν χτίσει ολόκληρες βιομηχανίες γύρω από αυτό.

Η αγορά του μαρουλιού διεθνώς είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένη. Πέντε χώρες – Ισπανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Μεξικό, Ολλανδία και Κίνα – καλύπτουν σχεδόν τα τρία τέταρτα των παγκόσμιων εξαγωγών, περίπου το 77,5%. Σε επίπεδο ηπείρων, η Ευρώπη κυριαρχεί με εξαγωγές αξίας 2 δισ. δολαρίων, δηλαδή περίπου το 55% του συνόλου, με τη Βόρεια Αμερική να ακολουθεί με 33% και την Ασία με περίπου 10,6%, ενώ οι υπόλοιπες περιοχές έχουν σαφώς μικρότερα μερίδια. Μέσα σε αυτή την εικόνα, η Ισπανία δεσπόζει, καθώς αποτελεί τον παγκόσμιο πρωταγωνιστή στο μαρούλι: εξήγαγε το 2024 περίπου 1,1 δισ. δολάρια σε μαρούλια, καταλαμβάνοντας το 29,1% της παγκόσμιας αγοράς. Δεύτερες έρχονται οι Ηνωμένες Πολιτείες με 638,3 εκατ. δολάρια και μερίδιο 17,7%, τρίτο το Μεξικό με 487,8 εκατ. δολάρια και 13,5%, ενώ ακολουθούν η Ολλανδία με περίπου 324 εκατ. δολάρια και 9% και η Κίνα με 300,2 εκατ. και 8,3%. Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Καναδάς, Γερμανία, Πολωνία, Αίγυπτος, Μαλαισία, Ιορδανία και Ουγγαρία συμπληρώνουν την πρώτη δεκαπεντάδα, η οποία από μόνη της καλύπτει το 95,6% των εξαγωγών παγκοσμίως.

Η παρουσία της Ισπανίας στην κορυφή δεν είναι τυχαία. Πρόκειται για μια χώρα με παρόμοιο κλίμα με την Ελλάδα, η οποία όμως αξιοποίησε οργανωμένα την αγροτική της παραγωγή, επένδυσε σε θερμοκηπιακές υποδομές, συστήματα άρδευσης, τυποποίηση, σύγχρονη ψυκτική αλυσίδα και, κυρίως, σε συμβολαιακή γεωργία και μακροχρόνιες συμφωνίες με αλυσίδες λιανεμπορίου σε όλη την Ευρώπη. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα διαθέτει τεράστιο πλεόνασμα στο διεθνές εμπόριο μαρουλιού, το οποίο επιβεβαιώνει τα ισχυρά ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα σε αυτό το προϊόν.

Στον αντίποδα, η Ελλάδα απουσιάζει πλήρως από την κατάταξη των μεγάλων εξαγωγέων, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία που δημοσίευσε το World’s Top Exports. Αντί για πλεόνασμα, εμφανίζεται με καθαρό έλλειμμα, καλύπτοντας τις ανάγκες της σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές. Για το 9μηνο του 2025, οι εισαγωγές μαρουλιού φτάνουν τους 5.334 τόνους, με μια μικρή μείωση σε σχέση με τους 6.212 τόνους του 2024, αλλά με σταθερή εξάρτηση από προμηθευτές του εξωτερικού. Περίπου το 14,4% των εισαγωγών προέρχεται από την Ολλανδία, ενώ σημαντικά μερίδια έχουν η Αίγυπτος, η Ισπανία και άλλες χώρες.

Το ερώτημα που προκύπτει σχεδόν αυθόρμητα είναι γιατί μια χώρα με τόσο ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, παραγωγική παράδοση στα κηπευτικά και αυξανόμενη εγχώρια κατανάλωση φρέσκων και έτοιμων σαλατών δεν έχει κατορθώσει να σταθεί ανταγωνιστικά σε ένα προϊόν όπως το μαρούλι. Η απάντηση δεν είναι μονοδιάστατη και σχετίζεται με τη δομή της ελληνικής γεωργίας, το μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, την οργάνωση των παραγωγών και τις επενδύσεις σε υποδομές.

Η ελληνική παραγωγή κηπευτικών παραμένει σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένη, με μικρές, οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, χωρίς πάντα επαρκή συγκέντρωση ποσοτήτων και σταθερή ποιότητα για να υποστηριχθούν μεγάλα εξαγωγικά συμβόλαια. Παρά τις αξιόλογες προσπάθειες σε θερμοκηπιακές ζώνες, όπως στην Ιεράπετρα και σε άλλες περιοχές, η παραγωγή είναι συχνά προσανατολισμένη σε άλλα προϊόντα, όπως ντομάτα, αγγούρι, πιπεριές, και όχι οργανωμένα στο μαρούλι ως στρατηγικό εξαγώγιμο αγαθό.

Επιπλέον, η διεθνής αγορά μαρουλιού – ιδίως στις ανεπτυγμένες οικονομίες – πηγαίνει εδώ και χρόνια προς την κατεύθυνση των έτοιμων, πλυμένων και κομμένων σαλατών, που χρειάζονται αυστηρές προδιαγραφές υγιεινής, σταθερότητα στην τροφοδοσία, γρήγορη διακίνηση, ολοκληρωμένα logistics και τυποποίηση. Οι χώρες που κυριαρχούν, όπως η Ισπανία και η Ολλανδία, δεν πουλάνε απλώς «μαρούλια», αλλά μια ολοκληρωμένη υπηρεσία: προϊόν σε σταθερή ποιότητα, συγκεκριμένη συσκευασία, στην ώρα του, όλο τον χρόνο.

Η Ελλάδα, από την άλλη, δείχνει να καλύπτει κυρίως εποχικές ανάγκες της εσωτερικής αγοράς, χωρίς να έχει αναπτύξει σε ανάλογο βαθμό ισχυρές δομές τυποποίησης, μεγάλα σχήματα παραγωγών και εξειδικευμένα brands που να μπορούν να πατήσουν σε ξένες αγορές. Έτσι, οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και βιομηχανίες έτοιμων σαλατών στρέφονται σε εισαγωγές, εξασφαλίζοντας σταθερή ποιότητα και ποσότητες από χώρες που έχουν ήδη χτίσει το «όνομα» και την υποδομή τους σε αυτό τον τομέα.

Η περίπτωση του μαρουλιού λειτουργεί σαν μια μικρή αλλά χαρακτηριστική ακτινογραφία των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής αγροδιατροφικής αλυσίδας. Από τη μια, υπάρχει σημαντικό παραγωγικό δυναμικό, γόνιμα εδάφη και γνώση. Από την άλλη, υπάρχουν προβλήματα οργάνωσης, έλλειψη κλίμακας, περιορισμένες επενδύσεις σε τεχνολογία, ψυκτικές εγκαταστάσεις, συστήματα ακριβείας και, κυρίως, σε συλλογικά σχήματα που θα μπορούν να διαπραγματευτούν ισότιμα με μεγάλους αγοραστές στο εξωτερικό.

Την ίδια στιγμή, οι διεθνείς τάσεις δείχνουν ότι προϊόντα όπως το μαρούλι θα παραμείνουν υψηλής ζήτησης, τόσο λόγω της στροφής σε πιο υγιεινές διατροφικές συνήθειες, όσο και λόγω της εκρηκτικής ανάπτυξης των convenience προϊόντων, όπως οι έτοιμες σαλάτες. Οι χώρες που θα μπορέσουν να συνδυάσουν κλίμα, τεχνολογία, οργάνωση και brand θα συνεχίσουν να κερδίζουν μερίδια και υπεραξία.

Για την Ελλάδα, το γεγονός ότι εμφανίζεται «ουραγός» στο συγκεκριμένο προϊόν δεν είναι απλώς μια στατιστική λεπτομέρεια. Είναι ένα ακόμη καμπανάκι ότι, αν θέλει να αξιοποιήσει πραγματικά τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα στον πρωτογενή τομέα, χρειάζεται στρατηγική προσέγγιση: στοχευμένες επενδύσεις σε υποδομές, ενίσχυση συνεργατικών σχημάτων, στροφή σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και καλύτερη διασύνδεση παραγωγής – μεταποίησης – λιανεμπορίου.

Σε διαφορετική περίπτωση, θα συνεχίσουμε να βλέπουμε το παράδοξο: σε μια χώρα όπου το μαρούλι βρίσκεται σχεδόν καθημερινά στο τραπέζι, η αξία που παράγεται να καταλήγει – μέσω εισαγωγών – σε παραγωγούς και επιχειρήσεις άλλων χωρών. Και αυτό, στη σημερινή εποχή των μεγάλων ανακατατάξεων στην αγροδιατροφική αλυσίδα, είναι μια πολυτέλεια που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη.

Πηγή: Pagenews.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο