ΕΕ και G7 ετοιμάζουν ολικό μπλόκο στη μεταφορά Ρωσικού πετρελαίου
Πηγή Φωτογραφίας: FREEPIK/Oil rigs in sunset created with generative ai technology
Από το πλαφόν στο «κόφτη» όλων των ναυτιλιακών υπηρεσιών
Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας φαίνεται ότι περνούν στο πιο σκληρό τους στάδιο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι χώρες της G7 εξετάζουν πλέον όχι απλώς τη μείωση των εσόδων της Μόσχας, αλλά την πλήρη αποκοπή της από τις δυτικές ναυτιλιακές υπηρεσίες. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, στο τραπέζι βρίσκεται η επιβολή ολικής απαγόρευσης παροχής μεταφοράς, ασφάλισης και πιστοποίησης σε οποιοδήποτε φορτίο ρωσικού πετρελαίου ταξιδεύει διεθνώς.
Αν προχωρήσει αυτό το σχέδιο, θα αντικαταστήσει το υφιστάμενο πλαφόν στην τιμή του ρωσικού αργού, που εφαρμόστηκε το 2022. Τότε, η Δύση είχε επιλέξει έναν πιο «χειρουργικό» μηχανισμό: επέτρεπε τη χρήση δυτικών πλοίων και υπηρεσιών μόνο εφόσον το ρωσικό πετρέλαιο πωλούνταν κάτω από ένα ανώτατο όριο τιμής. Τώρα όμως, το σενάριο που εξετάζεται είναι πολύ πιο απόλυτο: καμία υπηρεσία, κανένα δυτικό πλοίο, για κανένα φορτίο ρωσικού πετρελαίου, ανεξάρτητα από την τιμή.
Η πρόταση, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Reuters, συζητείται σοβαρά και δεν αποκλείεται να ενσωματωθεί στο επόμενο πακέτο κυρώσεων της ΕΕ στις αρχές του 2026, ανοίγοντας έναν νέο, αχαρτογράφητο κύκλο στην ενεργειακή αντιπαράθεση με τη Ρωσία.
Πώς χτυπά το μέτρο την καρδιά της ελληνικής ναυτιλίας
Σήμερα, η Ρωσία εξακολουθεί να εξάγει πάνω από το ένα τρίτο του πετρελαίου της με δυτικά πλοία, σε μεγάλο βαθμό προς την Ινδία και την Κίνα. Αυτά τα φορτία βασίζονται σε υπηρεσίες μεταφοράς, ασφάλισης και πιστοποίησης που παρέχονται από ευρωπαϊκές και βρετανικές εταιρείες – και στο κέντρο αυτής της αλυσίδας βρίσκονται οι στόλοι Ελλάδας, Κύπρου και Μάλτας.
Ειδικά ο ελληνόκτητος στόλος τάνκερ έχει ιστορικά κυρίαρχο ρόλο στις ροές ρωσικού πετρελαίου, αξιοποιώντας την τεχνογνωσία, τα μεγέθη και την πρόσβαση σε διεθνείς αγορές ασφάλισης και χρηματοδότησης. Μία πλήρης απαγόρευση συμμετοχής σε τέτοια φορτία θα σήμαινε ουσιαστικά ότι οι Έλληνες εφοπλιστές θα πρέπει να αποσυρθούν από μια ιδιαίτερα κερδοφόρα –έστω και πολιτικά φορτισμένη– αγορά.
Δεν πρόκειται όμως μόνο για χαμένα ναύλα. Η ευρωπαϊκή ναυτιλία, που εδώ και δεκαετίες βρίσκεται στο κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου, κινδυνεύει να χάσει μόνιμο έδαφος απέναντι σε λιγότερο ρυθμισμένους παίκτες. Στην πράξη, η Δύση κόβει οικειοθελώς ένα κομμάτι της επιρροής της στις θαλάσσιες μεταφορές πετρελαίου – με την ελπίδα ότι έτσι θα στραγγαλίσει τα έσοδα της Ρωσίας.
Η «σκιώδης αρμάδα» φουσκώνει – και μαζί οι κίνδυνοι
Η Ρωσία δεν περιμένει παθητικά τις αποφάσεις της G7. Ήδη τα τελευταία δύο χρόνια έχει στραφεί όλο και περισσότερο στη λεγόμενη «σκιώδη αρμάδα» – έναν τεράστιο, παράλληλο στόλο εκατοντάδων γηρασμένων τάνκερ, συχνά αμφίβολης ιδιοκτησίας, με σημαίες ευκαιρίας, θολό καθεστώς ασφάλισης και ελάχιστη συμμόρφωση σε διεθνή πρότυπα.
Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλείται το Reuters και εξειδικευμένα κέντρα έρευνας, περίπου το 44% των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου τον Οκτώβριο πραγματοποιήθηκε ήδη από τέτοια πλοία, με το ποσοστό να αυξάνεται μήνα με τον μήνα. Ο συνολικός στόλος τάνκερ που εμπλέκεται σε φορτία «υπό καθεστώς κυρώσεων» από Ρωσία, Ιράν και Βενεζουέλα εκτιμάται πλέον σε 1.423 πλοία, εκ των οποίων περίπου 900 έχουν ήδη μπει στο στόχαστρο κυρώσεων ΗΠΑ, ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου.
Αν η ΕΕ και η G7 τραβήξουν εντελώς την «πρίζα» των δυτικών υπηρεσιών, η Μόσχα θα βρεθεί μπροστά σε μια σκληρή επιλογή: είτε να περιορίσει τις εξαγωγές της, είτε να ρίξει ακόμη περισσότερα χρήματα στη διόγκωση αυτής της «μαύρης» αρμάδας. Το πιθανότερο είναι ότι θα επιλέξει το δεύτερο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, τον κίνδυνο ατυχημάτων και την περιβαλλοντική προστασία.
Παλιά πλοία, ελλιπής συντήρηση, παράνομες μεταφορτώσεις από πλοίο σε πλοίο σε περιοχές χωρίς αυστηρή επιτήρηση: όλα αυτά συνθέτουν ένα δυστοπικό σενάριο, όπου το πετρέλαιο θα συνεχίσει να ρέει, αλλά με πολύ λιγότερους κανόνες και αποτελεσματικό έλεγχο.
Μπάιντεν, Τραμπ και το «σχίσμα» στη στρατηγική των κυρώσεων
Η ιδέα της πλήρους απαγόρευσης δεν γεννήθηκε στο κενό. Προωθείται, σύμφωνα με τις πηγές, από Αμερικανούς και Βρετανούς αξιωματούχους στα τεχνικά κλιμάκια της G7, σε μια προσπάθεια να βρεθεί το επόμενο βήμα πίεσης προς τη Μόσχα.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε στηρίξει ένθερμα το σύστημα του πλαφόν, υποστηρίζοντας ότι αναγκάζει τη Ρωσία να επενδύσει δισεκατομμύρια σε δικά της πλοία και υποδομές, μειώνοντας έτσι τα διαθέσιμα κεφάλαια για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η προσέγγιση ήταν «χτύπημα στα έσοδα χωρίς σοκ στην παγκόσμια αγορά».
Η κυβέρνηση Τραμπ, όμως, αντιμετωπίζει το πλαφόν πολύ πιο επιφυλακτικά. Χαρακτηριστικό είναι ότι αρνήθηκε να στηρίξει τη μείωσή του από τα 60 στα 47,6 δολάρια το βαρέλι τον Σεπτέμβριο του 2025, προκαλώντας τριγμούς εντός της G7. Τώρα, η στάση της απέναντι στην ολική απαγόρευση θα εξαρτηθεί και από το πώς σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις κυρώσεις ως διαπραγματευτικό χαρτί στο πλαίσιο των ειρηνευτικών συνομιλιών ανάμεσα σε Κίεβο και Μόσχα.
Με άλλα λόγια, το αν θα μπει «λουκέτο» στις δυτικές υπηρεσίες προς το ρωσικό πετρέλαιο δεν είναι μόνο τεχνικό ζήτημα. Είναι πολιτική απόφαση υψηλού ρίσκου, που συνδέεται άμεσα με τον τρόπο που οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους στον πόλεμο και την επόμενη μέρα.
Η Ελλάδα στο σταυροδρόμι: κίνδυνος, ευκαιρία ή και τα δύο;
Για την ελληνική ναυτιλία, το υπό διαμόρφωση καθεστώς συνιστά ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση από τη δεκαετία του 1970, όταν ανατράπηκε το παγκόσμιο σύστημα μεταφοράς πετρελαίου μετά τα πετρελαϊκά σοκ. Η Ελλάδα, ως κορυφαία ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο, βλέπει να ανοίγεται μπροστά της ένα τοπίο μεγάλη αβεβαιότητας.
Από τη μία πλευρά, μια πλήρης απαγόρευση σημαίνει απώλεια εσόδων από ρωσικά φορτία και στροφή σε άλλες αγορές – σε μια περίοδο όπου ο ανταγωνισμός αυξάνεται και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται. Από την άλλη, η αποχώρηση των ευρωπαϊκών στόλων από τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου μπορεί να ενισχύσει την εικόνα της ευρωπαϊκής ναυτιλίας ως «καθαρού» παρόχου, με αυστηρή συμμόρφωση σε περιβαλλοντικά και ρυθμιστικά πρότυπα, αυξάνοντας τη διαπραγματευτική της ισχύ σε άλλες θαλάσσιες διαδρομές.
Το βέβαιο είναι ότι, όπως υπογραμμίζουν ναυτιλιακοί κύκλοι, μια τέτοια απαγόρευση δεν θα είναι απλώς άλλη μία κεφαλίδα σε έναν κατάλογο κυρώσεων. Θα πρόκειται για δομική μεταβολή του πώς διακινείται το πετρέλαιο στον πλανήτη, ποιος το μεταφέρει, με ποιους κανόνες και υπό ποιον έλεγχο.
Καθώς οι διαπραγματεύσεις σε Βρυξέλλες και G7 προχωρούν, η διεθνής ναυτιλία μπαίνει σε μια νέα εποχή, όπου τα γεωπολιτικά εργαλεία αποκτούν βάρος αντίστοιχο – αν όχι μεγαλύτερο – από τις δυνάμεις της αγοράς. Και σε αυτή την εξίσωση, η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
Πηγή: Pagenews.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας