Η Υπουργός Πολιτισμού, κα Λίνα Μενδώνη, κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού για μία ακόμη φορά μίλησε για τους πλούσιους πόρους που έχει και φέτος στη διάθεσή του το Υπουργείο Πολιτισμού. Και είπε την αλήθεια. Γιατί και το 2026, όπως και πέρυσι, το Υπουργείο Πολιτισμού θα διαχειριστεί πολύ σημαντικούς πόρους, σε μεγάλο βαθμό λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Ωστόσο, παρά τα χρήματα, η ουσία προβλέπεται φτωχή. Ο πολιτισμός φαίνεται να έχει εγκλωβιστεί σε μια λογιστική λογική απορρόφησης κονδυλίων, χωρίς σαφή στρατηγικό σχεδιασμό και συγκροτημένο όραμα για το πώς αυτά τα χρήματα μετασχηματίζονται σε πραγματικό πολιτιστικό κεφάλαιο.
Ενώ οι επενδύσεις σε υποδομές ή ψηφιακές πλατφόρμες είναι καλοδεχούμενες, η έλλειψη συνολικού σχεδιασμού και η απουσία συμμετοχής των φορέων της καλλιτεχνικής κοινότητας καθιστά τις περισσότερες δράσεις αποσπασματικές και ανεπαρκείς. Στο σύγχρονο περιβάλλον της δημόσιας πολιτιστικής πολιτικής, ο πολιτισμός εντάσσεται σε στρατηγικά πλαίσια που τον συνδέουν με την κοινωνική συνοχή, την πρόσβαση, τη βιωσιμότητα και την ενίσχυση των επαγγελματιών του χώρου.
Αυτή η στρατηγική απουσία αποτυπώνεται καθαρά στην εγκατάλειψη του πολιτισμού ως εργαλείου περιφερειακής ανάπτυξης. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο πολιτισμός λειτουργεί ως μοχλός τοπικής συνοχής, δημιουργίας θέσεων εργασίας και αναζωογόνησης των τοπικών οικονομιών. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η πολιτιστική πολιτική παραμένει υπερσυγκεντρωτική, με την περιφέρεια να μένει σταθερά στο περιθώριο. Οι δομές που θα μπορούσαν να αποτελούν ζωντανά κύτταρα πολιτιστικής ζωής —με κορυφαίο παράδειγμα τα ΔΗΠΕΘΕ— έχουν οδηγηθεί σε μαρασμό, με ανεπαρκείς επιχορηγήσεις, έλλειψη προσωπικού και χωρίς σαφή καλλιτεχνικό προσανατολισμό.
Άλλο, χαρακτηριστικό παράδειγμα, για τον τρόπο με τον οποίο το Υπουργείο Πολιτισμού αντιμετωπίζει κρίσιμα θεσμικά ζητήματα, αποτελεί η Ανώτατη Σχολή Παραστατικών Τεχνών. Μετά τις έντονες και μαζικές κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών ενάντια στο ΠΔ 85, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός υποσχέθηκε τη δημιουργία της, ως απάντηση σε ένα υπαρκτό θεσμικό και εκπαιδευτικό κενό δεκαετιών. Δύο χρόνια μετά, δεν υπάρχει ούτε σχολή, ούτε νόμος, ούτε καν ολοκληρωμένο σχέδιο. Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι στον σύγχρονο πολιτισμό συνεχίζουν να κινούνται σε καθεστώς αβεβαιότητας. Χωρίς συλλογικές συμβάσεις, χωρίς σταθερό πλαίσιο αμοιβών και κοινωνικής προστασίας, καλούνται να παράγουν έργο μέσα σε ένα περιβάλλον επισφάλειας.
Απέναντι σε αυτή την εικόνα, το ΠΑΣΟΚ καταθέτει μια συνεκτική και ρεαλιστική πολιτική πρόταση για τον πολιτισμό. Μια νέα στρατηγική για την πολιτιστική κληρονομιά που θα τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τη σύγχρονη δημιουργία. Μια νέα ολοκληρωμένη περιφερειακή πολιτική μουσείων και πολιτιστικών υποδομών με αξιοποίηση ανενεργών κτιρίων και χώρων που αφηγούνται και τη βιομηχανική, αλλά και την αγροτική ιστορία της χώρας, καθώς και διοικητικό επανασχεδιασμό των υπηρεσιών ώστε να ανταποκρίνονται στις πραγματικές σημερινές ανάγκες.
Παράλληλα, ο σύγχρονος πολιτισμός εντάσσεται στον αναπτυξιακό σχεδιασμό της περιφέρειας ως μοχλός κοινωνικής συνοχής και τοπικής ανάπτυξης. Με στήριξη των ανθρώπων του πολιτισμού μέσω συλλογικών συμβάσεων, πλήρους ασφάλισης, δίκαιων αμοιβών και θεσμικής αναγνώρισης της καλλιτεχνικής εργασίας, αλλά και με ενίσχυση και επαναπροσδιορισμό των δημόσιων πολιτιστικών θεσμών —όπως τα ΔΗΠΕΘΕ, τα φεστιβάλ και οι περιφερειακές δομές— ώστε να λειτουργούν με σταθερή χρηματοδότηση, καλλιτεχνική αυτονομία και σαφή κοινωνική αποστολή.
Ο πολιτισμός δεν μπορεί να μετριέται μόνο με δείκτες απορρόφησης κονδυλίων. Χρειάζεται να αντιμετωπιστεί ως δημόσιο αγαθό και αναπτυξιακή επένδυση, όχι ως λογιστικό μέγεθος. Γιατί χωρίς όραμα, τα λεφτά στο τέλος πάντα θα φαίνονται λίγα.
*Η Νάγια Γρηγοράκου είναι Βουλευτής Λακωνίας & Υπεύθυνη ΚΤΕ Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής
Πηγή: pagenews.gr