Μάνος Χατζιδάκις

Μάνος Χατζιδάκις
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν κορυφαίος Έλληνας συνθέτης, ποιητής, τραγουδοποιός, μαέστρος και πιανίστας.

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη και ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη.Το σπίτι που γεννήθηκε, χτισμένο στα τέλη του 18ου αιώνα με νεοκλασικιστικά στοιχεία και λίγο μπαρόκ, είναι πλέον χαρακτηρισμένο ως έργο τέχνης και ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Η μουσική του εκπαίδευση ξεκίνησε σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλάμβανε μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα εξασκούνταν στο βιολί και στο ακορντεόν.

Ο Χατζιδάκις εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα με τη μητέρα του το 1932 έπειτα από το χωρισμό των γονέων του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πέθανε σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου επέφερε μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδάκις εργάστηκε για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο

Παράλληλα επέκτεινε τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο την περίοδο 1940 – 1943, ενώ ξεκίνησε και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν ολοκλήρωσε ποτέ. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων ήταν οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης.Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον επίσης κορυφαίο μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία.

Τα πρώτα έργα

Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο «Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγική και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια. Τέλος, το 1946, καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι. Την περίοδο αυτή, ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι και γίνεται ο πρώτος που θα το μελετήσει σε βάθος και θα κατανοήσει την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει στο Θέατρο Τέχνης τη διάσημη διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι, μέσω της οποίας προσέδωσε ευρωπαϊκής προέλευσης αξίες στο ρεμπέτικο.

Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, «Μαρσύας» (1950), «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» (1951), «Το Καταραμένο Φίδι» (1951) και «Ερημιά» (1958). Την ίδια εποχή, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις «Χοηφόρους» (1950) από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες για τις οποίες θα γράψει μουσική είναι η «Μήδεια» (1956), ο «Κύκλωπας» (1959), οι «Βάκχες» (1962), οι «Εκκλησιάζουσες» (1956), η «Λυσιστράτη» (1957) και οι «Όρνιθες» (1959). Το 1950 ο Χατζιδάκις συνεργάζεται με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία τραγωδία του ποιητή «Ο Θάνατος του Διγενή».

Την ίδια περίοδο γράφει σημαντικά μουσικά έργα, όπως τα πιανιστικά έργα «Ιονική σουίτα» (1952) και «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα» (1947, το πρώτο από 51 έργα που ο ίδιος ξεχωρίζει με ιδιαίτερη αρίθμηση ανάμεσα στο σύνολο της δημιουργίας του ως opus 1) καθώς και τον κύκλο τραγουδιών «Ο Κύκλος του C.N.S.» (1954, αφιερωμένο στον Carlos Novi Sanchez για το θάνατο του κοινού τους φίλου Ετιέν Ρέρυ).

Η μεγάλη δημοσιότητα

Το 1957 ξεκινά μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου το έργο του γνωρίζει μεγάλη δημοφιλία, ενώ παράλληλα γράφει πολλά σημαντικά μουσικά έργα. Το 1960 ήταν μία χρονιά με διακρίσεις και βραβεία. Του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο στο Β’ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το «Κυπαρισσάκι» και την «Τιμωρία» με την Νάνα Μούσχουρη, απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο «Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έγραψε τα «Τα Παιδιά του Πειραιά» για το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν, που έκαναν το γύρο του κόσμου «αποδίδοντας» στον συνθέτη και το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού την επόμενη χρονιά, και επίσης συνέθεσε μουσική για τα θεατρικά έργα «Ευρυδίκη» του Ζαν Ανούιγ, «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, «Ο θάνατος του Διγενή» του Άγγελου Σικελιανού, «Η τύχη της Μαρούλας» του Δημητρίου Κορομηλά και για πολλές ταινίες. Ανάμεσά τους οι: «Μανταλένα», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η κυρία δήμαρχος», «Το κλωτσοσκούφι», «Ραντεβού στην Κέρκυρα», κ.α.

Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά». Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπάθησε να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του. «Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα», ήταν η απάντηση-δήλωση του συνθέτη. «Τα παιδιά του Πειραιά» έφεραν στην Ελλάδα το δεύτερο Όσκαρ, δεκαπέντε χρόνια μετά την Κατίνα Παξινού και το δικό της Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα. Το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι για το Ποτέ την Κυριακή του Ζυλ Ντασέν, που έκανε το γύρο του κόσμου, επικράτησε των άλλων υποψηφιοτήτων, προσφέροντας στον Έλληνα δημιουργό μία διεθνή διάκριση. Ήταν μια βράβευση την οποία ο ίδιος δεν αντιμετώπισε ποτέ ως ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα του. «Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…», έλεγε. Την ίδια χρονιά ο Μάνος Χατζιδάκις απέσπασε το Β’ βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού για το τραγούδι του «Κουρασμένο παλληκάρι». Το Α’ δόθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη για την «Απαγωγή».

Το 1962 ο Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το «Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις» στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη. Το 1964 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-66). Στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της, η ορχήστρα έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες δεκαπέντε έργων Ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι Όρνιθες ανεβαίνουν από τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες.

Μερικά έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για την «Μήδεια» του Ευριπίδη (1958), το «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Ι. Καμπανέλλη (1959), «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ, η «Οδός ονείρων» (1962), αλλά και «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» – δέκα τραγούδια για ορχήστρα γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για τη Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962).

Στο εξωτερικό

Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών «Reflections» σε συνεργασία με το συγκρότημα «New York Rock and Roll Ensemble», ενώ ηχογραφεί και «Το Χαμόγελο της Τζοκόντας» στην -πασίγνωστη πλέον- συμφωνική του μορφή. Παράλληλα συνεχίζει τη συνεργασία με τα μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες, όπου διευθύνει έργα δικά του ή άλλων συνθετών. Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου είναι η μουσική για την ταινία «Blue» (1958) του Silvio Narizzano, η «Ρυθμολογία» (έργο για πιάνο) και η «Αμοργός» (1970), πάνω στο εμβληματικό ποίημα του ποιητή Νίκου Γκάτσου, έργο το οποίο ο συνθέτης άφησε ημιτελές.

Το 1972 επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο» με το οποίο επιδιώκει, σύμφωνα με τον ίδιο, «μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ’ όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία»[20]. Η περίοδος αυτή, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και σηματοδοτείται από την ηχογράφηση του έργου «Ο Μεγάλος Ερωτικός».

Η πολυεπίπεδη δραστηριοποίηση του Χατζιδάκι στο χώρο της τέχνης και οι παρεμβάσεις του στα κοινά αυτήν την περίοδο κορυφώνονται. Διορίζεται αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής το διάστημα 1975 – 1977 ενώ την περίοδο 1975 – 1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την ποιότητα και τις ιδέες στην ελληνική ραδιοφωνία. Η περίοδος εκείνη ήταν σίγουρα η ποιοτικότερη στην ιστορία του συγκεκριμένου ραδιοσταθμού.

Το 1979 ο Μάνος Χατζιδάκις καθιερώνει τις «Μουσικές Γιορτές» στα Ανώγεια της Κρήτης, που περιλαμβάνουν τοπικούς λαϊκούς χορούς και τραγούδια. Παράλληλα διοργανώνει συνέδριο με θέμα την παράδοση, στο οποίο συμμετέχουν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί. Τον επόμενο χρόνο εγκαινιάζει τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο, ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ με κύριο στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων τόσο στη μουσική όσο και στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο. Την περίοδο 1981 – 1982 διοργανώνει επίσης τους αγώνες ελληνικού τραγουδιού στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες.

Το 1985 παρουσιάζει και εκδίδει το πολιτιστικό περιοδικό «Το Τέταρτο» (1985 – 1986), το οποίο καταγράφει τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Το 1985 επίσης δημιουργεί την πρώτη ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία στην Ελλάδα, «Σείριος», η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα, με σκοπό την ανάδειξη καλλιτεχνών και μουσικών δημιουργιών επί τη βάσει μη εμπορικών κριτηρίων. Παράλληλα παρουσιάζει επιλεγμένα έργα και καλλιτέχνες στην μπουάτ «Σείριος» (Ζουμ) της Πλάκας.

  • Το 1989, ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων προκειμένου να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασικών και σύγχρονων συνθετών. Ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις διηύθυνε την Ορχήστρα των Χρωμάτων μέχρι το τέλος της ζωής του, δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου.
  • Στις 3 Ιουνίου 1990, σε συνεργασία με τον κορυφαίο μουσικό Άστορ Πιατσόλα, διευθύνει την Ορχήστρα των Χρωμάτων σε μια συναυλία που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο θέατρο του Ηρώδη του Αττικού.
  • Η συναυλία θεωρείται εξαιρετικά σημαντική καθώς ήταν η τελευταία του Πιατσόλα, ο οποίος ένα μήνα αργότερα, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, έπεσε σε κώμα δύο ετών και τελικά έφυγε από τη ζωή το 1992.
  • Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας, ο Μάνος Χατζιδάκις διοργανώνει τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας».
  • Η έντονη ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα κοινά κατά την περίοδο αυτή αποτυπώνεται σε σημαντικό τμήμα του έργου του.
  • Χαρακτηριστικά έργα της περιόδου είναι «Η εποχή της Μελισσάνθης», έργο αυτοβιογραφικό αλλά και βαθιά πολιτικό, οι κύκλοι τραγουδιών «Τα παράλογα» (1978), «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς» (1983), η μουσική παράσταση «Πορνογραφία» (1982), σε δική του σκηνοθεσία, η «Σκοτεινή Μητέρα» και «Τα τραγούδια της αμαρτίας».
  • Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία.

Μάνος Χατζιδάκις σχετικές ειδήσεις: