Pagenews.gr / Γεωπολιτικά / Πραξικόπημα στο Νίγηρα: Ένα «χάλι» με ευρωπαϊκές προεκτάσεις – κυρίως γαλλικές
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, το πραξικόπημα στον Νίγηρα μετατράπηκε σε μια σύγκρουση που έφερε τα δημοκρατικά κράτη εναντίον των στρατιωτικών καθεστώτων στη Δυτική Αφρική
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, το πραξικόπημα στον Νίγηρα μετατράπηκε σε μια σύγκρουση που έφερε τα δημοκρατικά κράτη εναντίον των στρατιωτικών καθεστώτων στη Δυτική Αφρική, αφήνοντας τους τζιχαντιστές αντάρτες που έχουν καταλάβει μεγάλες εκτάσεις στο Μάλι και την Μπουρκίνα Φάσο έτοιμους να επωφεληθούν από την αναταραχή. Ωστόσο, η αντιπαράθεση μεταξύ της Οικονομικής Κοινότητας των Κρατών της Δυτικής Αφρικής- της ECOWAS– και των καθεστώτων που ηγούνται στρατιωτικοί στις γειτονικές χώρες του Σαχέλ (της υποσαχάριας Αφρικής), είναι σύμπτωμα ευρύτερων δυσλειτουργιών στο παγκόσμιο σύστημα, που υπογραμμίζουν την ανάγκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της να επανεκτιμήσουν προσεγγίσεις στην εξωτερική πολιτική.
Όπως αναφέρει το World Politics Review, επί δεκαετίες, λανθασμένες στρατηγικές επιλογές από τα κράτη μέλη της ΕΕ καθώς και από τοπικούς παράγοντες, έχουν συμβάλει σε ένα αυξανόμενο κύμα αστάθειας που έχει μετατρέψει το Σαχέλ σε παγκόσμιο σημείο ανάφλεξης. Η συμπεριφορά των εγχώριων και εξωτερικών παραγόντων έχει διαμορφωθεί από καταστροφικές «κληρονομιές» της αποικιακής εποχής και μετα-αποικιακά συστήματα πατρωνίας που ενίσχυσαν τον πελατειακό αυταρχισμό. Τώρα, οι προκλήσεις που δημιουργούνται από την υφέρπουσα κατάρρευση αυτών των δομών εξουσίας, παρέχουν τρία βασικά διδάγματα για τους Ευρωπαίους φορείς χάραξης πολιτικής.
Το πιο ορατό σχετίζεται με το πώς τα απομεινάρια των νεοαποικιακών δικτύων που διατήρησαν την ευρωπαϊκή επιρροή πολύ υψηλή- μετά το τέλος της επίσημης αποικιακής κυριαρχίας- στα αφρικανικά κράτη, βρίσκονται κοντά σε ένα οριακό σημείο. Η ανθεκτικότητα των δεσμών μεταξύ γαλλικών στρατιωτικών και εταιρικών συμφερόντων και καλά συνδεδεμένων τοπικών ελίτ, επέτρεψε στη Γαλλία να ενεργεί ως πρωταρχικός εγγυητής ασφάλειας σε μεγάλο μέρος της Αφρικής μέχρι πριν από αρκετά χρόνια. Αλλά αυτό προκάλεσε εφησυχασμό στα θεσμικά όργανα της ΕΕ σχετικά με τη σταθερότητα του συστήματος, ευρέως γνωστό ως «Francafrique» (της «Γαλλοαφρικής»).
Ωστόσο, καθώς οι δεσμοί των κοινωνιών της Δυτικής Αφρικής με τον ευρύτερο κόσμο πέρα από την Ευρώπη εντάθηκαν και αναδύθηκαν νέες γενιές που γεννήθηκαν μετά την ανεξαρτησία, πολλά από τα κοινωνικά θεμέλια της ευρωπαϊκής επιρροής έχουν περιέλθει σε μαρασμό. Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, ακόμη και επαναστάτες ηγέτες όπως ο Τόμας Σανκαρά της Μπουρκίνα Φάσο και ο Σεκού Τουρέ της Γουινέας, λειτουργούσαν σε διανοητικά πλαίσια που επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις γαλλικές παραδόσεις. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, ωστόσο, η ανάπτυξη των Δυτικοαφρικανικών διασπορών στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την ΕΕ, καθώς και η πρόσβαση σε ειδήσεις και πολιτισμό από όλο τον κόσμο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, διεύρυνε τα πολιτιστικά πλαίσια αναφοράς για τους νεότερους σε όλη την περιοχή.
Ο εφησυχασμός στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες σχετικά με τη φθίνουσα δύναμη των καθιερωμένων νεοαποικιακών δομών, εξηγεί γιατί οι γαλλικές κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ αγωνίστηκαν να προσαρμοστούν στον ρυθμό της αλλαγής σε ολόκληρη τη Δυτική Αφρική. Οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής γνώριζαν πώς η απογοήτευση του κοινού με τις νεοαποικιακές ανισότητες, εξουδετέρωνε την προθυμία των ελίτ να διατηρήσουν την παλιά τάξη πραγμάτων. Αλλά η υπόθεση τους ότι θα μπορούσαν να ελέγξουν τον ρυθμό των αλλαγών μέσω περιφερειακών στρατιωτικών επεμβάσεων ή εκτεταμένης αναπτυξιακής βοήθειας, αποδείχτηκε εντελώς άστοχη. Καθώς οι εκστρατείες κατά των τζιχαντιστών υποχώρησαν και η οικονομική ανάπτυξη παρέμεινε στάσιμη, η εκτεταμένη απογοήτευση από το status quo που στηρίζεται στις πολιτικές της Γαλλίας και της ΕΕ, άνοιξε το χώρο για κινήματα διαμαρτυρίας και φιλόδοξους στρατιωτικούς να κινητοποιήσουν τα αντιδυτικά αισθήματα, θέτοντας τα στην υπηρεσία των δικών τους στρατηγικών στόχων.
Ο βαθμός στον οποίο ειδικά το αντιγαλλικό αίσθημα βοήθησε διάφορους πολιτικούς παράγοντες να πυροδοτήσουν απειλές για τη σταθερότητα σε ολόκληρη την περιοχή, δείχνει ότι η Γαλλία και οι εταίροι της στην ΕΕ πρέπει να επανεξετάσουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνται στη Δυτική Αφρική. Εξουσιαστικοί παράγοντες τόσο διαφορετικοί όσο οι τζιχαντιστές αντάρτες, οι Ρώσοι μισθοφόροι και οι στρατιωτικές χούντες, έχουν βρει γόνιμο έδαφος για να διατηρήσουν την υποστήριξη από μεγάλο μέρος του κοινού, πυροδοτώντας την αντιαποικιακή δυσαρέσκεια κατά της Γαλλίας. Αυτό είναι ένα σημάδι ότι η τακτική χρησιμότητα μεγάλου αριθμού ευρωπαϊκών στρατευμάτων που ηγούνται των προσπαθειών κατά της ακραίας ισλαμιστικής παρουσίας στην περιοχή, δεν υπερβαίνει πλέον τη ζημιά που προκαλεί η δυσαρέσκεια της παρουσίας τους στις κοινωνίες της Δυτικής Αφρικής στις προσπάθειες παροχής ασφάλειας και ευημερίας.
Όμως, οι στρατιωτικές χούντες -που υποστηρίζονται από Ρώσους μισθοφόρους στο Μάλι- έχουν αποδειχθεί ανίκανες να συγκρατήσουν τους τζιχαντιστές στα δικά τους κράτη. Έτσι, οι Γάλλοι και οι εταίροι τους στην ΕΕ αντιμετωπίζουν περίπλοκα διλήμματα, όταν πρόκειται να βρουν πιο εποικοδομητικούς τρόπους για να βοηθήσουν ένα μέρος του κόσμου που εξακολουθεί να είναι στενά συνδεδεμένο με την ΕΕ μέσω του εμπορίου, της μετανάστευσης, της διασποράς και της ασφάλειας των συνόρων.
Με το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας να χαρακτηρίζεται από το ξέφτισμα της ευρωπαϊκής επιρροής, το δεύτερο μάθημα από την αναταραχή στο Σαχέλ είναι ότι άλλοι εξωτερικοί παράγοντες δεν είναι σε θέση να αναπαράγουν την κυριαρχία που άσκησαν αυτές οι νεοαποικιακές δομές στο απόγειό τους στα τέλη του 20ού αιώνα. Οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα, καθώς και η Ινδία και η Τουρκία, αντιμετωπίζουν τους δικούς τους στρατηγικούς περιορισμούς όταν πρόκειται να αντικαταστήσουν τις καθιερωμένες δομές εξουσίας στη Δυτική Αφρική.
Κατά την εποχή του ανταγωνισμού του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση μετά βίας μπορούσε να διαθέσει στρατιωτική και οικονομική βοήθεια για τους συμμάχους της στην Αφρική. Με λιγότερους πόρους στη διάθεσή της σήμερα, το περισσότερο που μπορεί να παρέχει η Μόσχα είναι περιορισμένη στρατιωτική βοήθεια μέσω του Ομίλου Βάγκνερ και άλλων δικτύων μισθοφόρων. Αυτά μπορούν να βοηθήσουν στη διασφάλιση της θέσης των δικτατοριών, που είναι πρόθυμες να παραδώσουν τον έλεγχο των ορυχείων χρυσού και άλλων οικονομικών περιουσιακών στοιχείων, σε αντάλλαγμα για την ασφάλεια του καθεστώτος. Κάτι ανάλογο είδαμε με μισθοφορικές επιχειρήσεις κατά απείθαρχων πολιτοφυλακών ανταρτών στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Αλλά οι Ρώσοι μισθοφόροι έχουν αποδειχθεί λιγότερο ικανοί να αντιμετωπίσουν τους καλύτερα οργανωμένους τζιχαντιστές στο Μάλι, και αυτό είναι πιθανό να παραμείνει έτσι εάν η δράση των μισθοφόρων συνεχίσει να εστιάζει στη Μπουρκίνα Φάσο και τον Νίγηρα.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο