Ένα στα τέσσερα ευρώ στην Ελλάδα προέρχεται από την παραοικονομία

Πηγή Φωτογραφίας: Online School Reports
Το ένα στα τέσσερα ευρώ που δαπανάται στη χώρα είναι προϊόν παραοικονομίας, παρά την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς, κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του ΓΠΚΒ για την ελληνική οικονομία. Συγχρόνως αναφέρθηκε και στο «κενό ΦΠΑ», η μείωση του οποίου εξακολουθεί να αποτελεί έναν κεντρικό στόχο των φορολογικών αρχών, καθώς παρά την πρόοδο εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.
Ερωτώμενος για την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή, ο επικεφαλής του ΓΠΚΒ είπε ότι δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια των μέγεθός της και ότι εκτιμάται στα επίπεδα του 16% με 18% του ΑΕΠ.
Όπως είπε, εάν λάβουμε υπόψη τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το έτος 2023 η κατανάλωση των νοικοκυριών ανήλθε σε 151 δισ. ευρώ.
Για το ίδιο έτος, με βάση τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το συνολικό ύψος των δηλωθέντων εισοδημάτων ανήλθε στο ποσό των 110 δισ. ευρώ.
Αυτομάτως προκύπτει ένα «εισοδηματικό κενό» ύψους 41 δισ. ευρώ, που αποτελεί εισόδημα το οποίο δαπανήθηκε αλλά δεν δηλώθηκε. Δηλαδή από τη δαπάνης των 151 δισ. ευρώ, το ποσό των 41 δισ. ευρώ, είναι αγνώστου προελεύσεως.
Σε αυτή τη διαφορά των 41 δισ. ευρώ εμπεριέχονται ενδεχομένως και ρευστοποιήσεις καταθέσεων αν και δεν προκύπτει για το έτος 2023 μείωση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών, ίσως περιέχεται και η επίδραση της κατανάλωσης των τουριστών.
Σε κάθε περίπτωση το ποσοστό της παραοικονομίας στην Ελλάδα είναι υψηλό, παρά την επέκταση των ηλεκτρονικών πληρωμών και τον περιορισμό της διακίνησης των μετρητών.
Από πού πηγάζει Ως παραοικονομία εννοείται το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται εκτός του επίσημου και ρυθμισμένου οικονομικού συστήματος και συγκεκριμένα αφορά δραστηριότητες, οι οποίες δεν διεξάγονται με τους κανόνες ή κανονισμούς του κράτους, δεν καταγράφονται στα επίσημα οικονομικά δεδομένα, και συνεπώς δεν φορολογούνται.
Πρόκειται για δραστηριότητες που παράγουν εισοδήματα τα οποία αποκρύπτονται εν μέρει ή στο σύνολό τους από την επίσημη οικονομία. Κατά βάση προέρχεται από τις ακόλουθες δραστηριότητες:
Την αδήλωτη ή «μαύρη» εργασία είτε στο σύνολό της είτε κατά ένα μέρος (π.χ. αδήλωτες υπερωρίες ή αδήλωτη δεύτερη εργασία). Πωλήσεις προϊόντων ή υπηρεσιών (κυρίως) χωρίς έκδοση αποδείξεων και την πληρωμή με μετρητά, τα οποία δεν εντοπίζονται. Διακίνηση αγαθών χωρίς να δηλώνονται (στο σύνολο ή εν μέρει) στις φορολογικές αρχές. Αποφυγή της φορολογίας και των κοινωνικών εισφορών, βασικά με την απόκρυψη του πραγματικού εισοδήματος. Την παραγωγή εισοδήματος από παράνομες δραστηριότητες (εμπόριο ναρκωτικών, όπλων κ.λπ.) οι οποίες φυσικά δεν δηλώνονται.
Ένα παράδειγμα Επισημαίνεται πως ένα μέρος της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής προκύπτει μέσα από τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ, για τα ενοίκια.
Με βάση τα δηλωθέντα στην εφορία, το μέσο ενοίκιο κατοικίας που καταβάλλεται συνολικά στη χώρα ανέρχεται σε 250 ευρώ, ποσό που απέχει αισθητά της πραγματικότητας.
Η διαφορά μεταξύ του πραγματικού ενοικίου και του δηλωθέντος, είναι το ποσό του τροφοδοτεί την παραοικονομία.
Οι προτάσεις Για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, προτείνει:
Τη συνέχιση στην πολιτική ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης και του εντοπισμού και πάταξης της φοροδιαφυγής, εστιάζοντας σε συγκεκριμένους κλάδους με υψηλή ροπή για φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή.
Την κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας σε όλες τις κατηγορίες φόρων και δασμών, κάτι που θα ενίσχυε τη διαφάνεια, θα περιόριζε τα αντικίνητρα για επενδύσεις και θα μείωνε και το επενδυτικό κενό.
Το κενό ΦΠΑ Παράλληλα ο κ. Τσουκαλάς επεσήμανε και την ανάγκη μείωσης του «κενού ΦΠΑ», που θα επιτευχθεί μέσω της επέκτασης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και των ελέγχων.
Το VAT GAP είναι η διαφορά μεταξύ των εκτιμώμενων εσόδων από τον ΦΠΑ με βάση τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται στην οικονομία και του ΦΠΑ που εισπράττεται.
Για το 2022 με βάση τα τελευταία στοιχεία της Κομισιόν, το κενό έχει συρρικνωθεί στο 13,7%, από το 29% όπου βρισκόταν το 2017 και στόχος είναι μα μειωθεί στο 5% έτος 2029, που είναι ο μέσος ευρωπαϊκός όρος.
Με τη μείωση αυτή το ΓΠΚΒ εκτιμά ότι θα εμφανίζονται στον προϋπολογισμό πρόσθετοι πόροι ύψους τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ, ετησίως, καθώς, η επιβολή ΦΠΑ σε συναλλαγές που διέφευγαν ως τώρα, σημαίνει και πρόσθετα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος.
Πηγή: Pagenews.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας