Το φθινόπωρο του 2025 προμηνύεται καυτό. Όχι λόγω καιρού, αλλά εξαιτίας μιας πολιτικής σκηνής που –επιτέλους– μπαίνει στη φάση της απογύμνωσης. Τα πρόσωπα, τα σενάρια και τα «χαρτιά» που κρατούν ως τώρα οι πρωταγωνιστές πίσω από την πλάτη τους, θα τεθούν ανοιχτά στο τραπέζι. Όποιος μείνει αμέτοχος, χάνει. Και όποιος νομίζει ότι μπορεί να πορευτεί χωρίς να επανεφεύρει εαυτόν, θα φθαρεί ανεπανόρθωτα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά από επτά χρόνια στην πρωθυπουργία, βρίσκεται στην πιο απαιτητική στροφή της διακυβέρνησής του. Πολλοί στο εσωτερικό της ΝΔ δεν βλέπουν πια τη λάμψη του «μεταρρυθμιστή» που υποσχόταν σοβαρότητα, ψηφιοποίηση και σταθερότητα. Αντιθέτως, αντικρίζουν μια κυβέρνηση κουρασμένη, αποσυντονισμένη και, κυρίως, άτολμη μπροστά σε μεγάλα ζητήματα: εθνικά, θεσμικά, κοινωνικά. Η ΔΕΘ δεν θα είναι απλώς μία ακόμη κομματική «φιέστα»· θα είναι το σημείο μηδέν. Αν ο Μητσοτάκης δεν καταφέρει να ανακτήσει πολιτική ορμή και να προσφέρει χειροπιαστές δεσμεύσεις και λύσεις, το ρολόι για πρόωρες εκλογές θα αρχίσει να χτυπά.
Ταυτόχρονα, η αντιπολίτευση, αν και σε ασταθές έδαφος, κινείται. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι κοντά στην τελική του απόφαση. Αν τελικά λανσάρει νέο πολιτικό φορέα, οι επιπτώσεις θα είναι πολλαπλές: από την οριστική διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την πρόκληση στρατηγικού πανικού στο ΠΑΣΟΚ, που ήδη πασχίζει να βρει ταυτότητα και να διαχωρίσει τη θέση του από την αχρωμία του Νίκου Ανδρουλάκη. Ο Τσίπρας, παρά τα πολιτικά του βαρίδια, παραμένει επικοινωνιακά ικανός και διαθέτει ισχυρό αναγνωρισιμότητα. Αν χτίσει κάτι φρέσκο, η Κεντροαριστερά θα περάσει από ανασχηματισμό βάθους – ή θα καταρρεύσει μαζί με τα φαντάσματα του παρελθόντος της.
Από την άλλη πλευρά του φάσματος, ο Αντώνης Σαμαράς δείχνει έτοιμος να τραβήξει τη δική του κόκκινη γραμμή. Ξέρει ότι δεν έχει πια περιθώριο για αναμονή και δισταγμούς. Αν τελικά προχωρήσει, η δεξιά πτέρυγα του πολιτικού συστήματος θα εισέλθει σε ανακατανομή, με πιθανή διαρροή ψηφοφόρων από τη ΝΔ προς μια πιο εθνικοκεντρική πολιτική πρόταση. Το ερώτημα είναι: θέλει να επανέλθει με προοπτική ή για να «πάρει το αίμα του πίσω»; Αν ισχύει το δεύτερο, κινδυνεύει να γίνει απλώς ένας ακόμα παράγοντας θορύβου, χωρίς ουσιαστική επίδραση.
Το συμπέρασμα είναι απλό: όλοι μιλούν για το νέο, αλλά συνεχίζουν να σερβίρουν ανακυκλωμένα πρόσωπα και φθαρμένες ιδέες. Αν το φθινόπωρο αυτό δεν αποτελέσει όντως μια ρήξη –και όχι απλώς μια ανακύκλωση–, τότε η χώρα θα συνεχίσει να σέρνεται μεταξύ αναμνήσεων και ψευδαισθήσεων. Και τότε δεν θα φταίνε οι πολιτικοί, αλλά όσοι συνεχίζουν να τους ανέχονται.
Πηγή: pagenews.gr