Η απόδοση των μακροπρόθεσμων βρετανικών ομολόγων σκαρφάλωσε στο υψηλότερο σημείο από το 1998, ενώ την ίδια ώρα η στερλίνα υποχωρεί, αυξάνοντας τις πιέσεις στην κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, οι οποίοι εξακολουθούν να ανησυχούν για τις δημοσιονομικές προοπτικές.
Η απόδοση των 30ετών ομολόγων ενισχύθηκε κατά πέντε μονάδες βάσης στο 5,69% την Τρίτη, εν μέσω παγκόσμιας πτώσης των κρατικών ομολόγων. Η στερλίνα υποχώρησε στο Λονδίνο κατά 1,3%, φθάνοντας τα 1,3376 δολάρια και καταγράφοντας τη χειρότερη επίδοση από τα βασικά νομίσματα.
Η πτώση των τιμών καταγράφεται λίγο πριν την παρουσίαση του φθινοπωρινού προϋπολογισμού, όπου η υπουργός Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς βρίσκεται υπό πίεση να βρει πόρους είτε μέσω περικοπών είτε μέσω αυξήσεων φόρων για να βελτιώσει τη δύσκολη δημοσιονομική θέση του Ηνωμένου Βασιλείου. Το έργο αυτό είναι πολιτικά δύσκολο, καθώς η κυβέρνηση αναγκάστηκε πρόσφατα να κάνει στροφή στις μεταρρυθμίσεις πρόνοιας μετά την αντίδραση βουλευτών.
«Οι αυξήσεις φόρων είναι αναπόφευκτες, αλλά βρισκόμαστε σε σημείο όπου ενδεχόμενες νέες αυξήσεις μπορεί να αποδειχθούν αντιπαραγωγικές», δήλωσε ο Μοχίτ Κουμάρ, επικεφαλής στρατηγικής Ευρώπης στη Jefferies International. «Παραμένουμε αρνητικοί για τα βρετανικά ομόλογα μακράς διάρκειας και εξακολουθούμε να προτιμούμε στρατηγικές steepeners στην καμπύλη».
Η πτώση στη ζήτηση για gilts αντανακλά την αδυναμία παραδοσιακών επενδυτών, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία καθορισμένων παροχών, αλλά και τις ανησυχίες για διαρθρωτικά υψηλότερο πληθωρισμό. Το Γραφείο Διαχείρισης Χρέους του Ηνωμένου Βασιλείου έχει ήδη μειώσει σε ιστορικά χαμηλά τις εκδόσεις τέτοιων τίτλων, ενώ κάποιοι ζητούν ακόμη μεγαλύτερο περιορισμό.
Οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η Βρετανία θα χρειαστεί σύντομα να αυξήσει φόρους για να παραμείνει εντός των αυτοεπιβαλλόμενων δημοσιονομικών κανόνων. Το κόστος δανεισμού είναι καθοριστικός παράγοντας στη δημοσιονομική εξίσωση, θέτοντας τη Ριβς και τον Στάρμερ στο έλεος των αποδόσεων των ομολόγων.
Ο Στάρμερ ανακοίνωσε τη Δευτέρα αλλαγές στην ομάδα της Ντάουνινγκ Στριτ σε μια προσπάθεια να επανακαθορίσει το κυβερνητικό έργο και να ενισχύσει την επιρροή του στην οικονομική πολιτική. Ο βασικός κανόνας ορίζει ότι οι κρατικές δαπάνες πρέπει να καλύπτονται από φορολογικά έσοδα εντός πενταετίας, ώστε ο δανεισμός να αφορά μόνο επενδύσεις.
«Τα δημοσιονομικά προβλήματα της Βρετανίας δεν εξαφανίζονται και η άνοδος των αποδόσεων πριν τον προϋπολογισμό ενδέχεται να περιορίσει τα ήδη περιορισμένα περιθώρια της Ριβς», σημείωσε ο Ντόμινικ Μπάνινγκ, στρατηγικός αναλυτής της Nomura.
Η αύξηση του κόστους δανεισμού έχει προκαλέσει συγκρίσεις με την αναταραχή που σημειώθηκε επί πρωθυπουργίας Λιζ Τρας. Ο Στίβεν Τζεν, επικεφαλής της Eurizon SLJ Capital, και η Τζοάνα Φρέιρε προειδοποίησαν την Παρασκευή ότι το Ηνωμένο Βασίλειο κινδυνεύει με ένα «Στιγμιότυπο Στάρμερ», ανάλογο με την κρίση του «mini-budget» πριν τρία χρόνια, αν η κυβέρνηση δεν αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στα δημόσια οικονομικά.
Η στερλίνα δέχεται επίσης πίεση με το άνοιγμα της διαπραγμάτευσης των gilts. Οι επιλογές δείχνουν την πιο απαισιόδοξη προοπτική για το νόμισμα από τον Ιούλιο έναντι του δολαρίου. «Οι κινήσεις αντικατοπτρίζουν γενικότερη ανησυχία για τα δημοσιονομικά στις ανεπτυγμένες χώρες», είπε ο Βαλεντίν Μαρίνοφ, επικεφαλής στρατηγικής FX G10 στην Credit Agricole. «Η στερλίνα ξαναγίνεται “βαλβίδα πίεσης” για επιφυλακτικούς επενδυτές», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Η τρέχουσα αναταραχή, πάντως, έχει διαφορετική φύση. Το σοκ του 2022 περιλάμβανε αναγκαστικές πωλήσεις που εκτίναξαν τις αποδόσεις κατά 50 μονάδες βάσης σε μία μόλις συνεδρίαση, ενώ η πρόσφατη άνοδος είναι πιο σταδιακή και δεν αφορά μόνο τη Βρετανία. Παρά ταύτα, τα βρετανικά ομόλογα βρίσκονται στο επίκεντρο της παγκόσμιας πτώσης των τίτλων μακράς διάρκειας. Η απόδοση των 30ετών gilts έχει αυξηθεί κατά πάνω από 100 μονάδες βάσης τον τελευταίο χρόνο, έναντι περίπου 80 μονάδων για τα αντίστοιχα αμερικανικά και γερμανικά ομόλογα.
Περαιτέρω πιέσεις προκύπτουν και από την προσφορά, καθώς την Τρίτη το Ηνωμένο Βασίλειο εκδίδει νέο ομόλογο λήξεως 2035 μέσω κοινοπρακτικής διαδικασίας. Η απόδοση του 10ετούς βρισκόταν τέσσερις μονάδες βάσης υψηλότερα, στο 4,79%.