Περί τα 936 εκατομμύρια ευρώ επέβαλε η ιταλική Αντιμονοπωλιακή Αρχή σε έξι πετρελαϊκές εταιρείες, τις Eni, Esso, Ip, Q8, Saras και Tamoil για σχηματισμό καρτέλ σε σχέση με την πώληση καυσίμων για αυτοκίνητα στην Ιταλία.
Η αρχή ανακοίνωσε πως, έπειτα από έρευνα, την οποία άρχισε ύστερα από καταγγελία μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, διαπίστωσε ότι οι εταιρείες «εφάρμοζαν παράλληλες αυξήσεις των τιμών -οι οποίες σε μεγάλο βαθμό συνέπιπταν- έπειτα από άμεση ή έμμεση ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους».
Το μεγαλύτερο από τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ήταν 336.214.660 ευρώ
Ειδικότερα σύμφωνα με την en.ilsole24ore.com, το καρτέλ λειτουργούσε από την 1η Ιανουαρίου 2020 έως τις 30 Ιουνίου 2023 και περιλάμβανε συντονισμένες αυξήσεις στην τιμή του βιολογικού συστατικού, που ανέβηκε από περίπου 20 ευρώ ανά κυβικό μέτρο το 2019 σε 60 ευρώ το 2023. Οι εταιρείες, μέσω άμεσων ή έμμεσων ανταλλαγών πληροφοριών, καθόριζαν τις τιμές, ενώ η διαδικασία διευκολύνθηκε και από τη δημοσιοποίηση της ακριβούς αξίας του συστατικού σε δημοσιεύματα της ειδικής εφημερίδας «Staffetta Quotidiana».
Η Αντιμονοπωλιακή Αρχή επέβαλε πρόστιμο 336.214.660 ευρώ στην Eni, 129.363.561 ευρώ στην Esso, την Ip 163.669.804 ευρώ, την Q8 172.592.363 ευρώ, την Saras 43.788.944 ευρώ και την Tamoil 91.029.755 ευρώ. Το συνολικό πρόστιμο αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες κυρώσεις στον κλάδο των καυσίμων στην Ιταλία.
Από την πλευρά της, η Eni εξέφρασε την απόλυτη διαφωνία και έκπληξή της για την απόφαση της Αρχής. Σε ανακοίνωσή της, η εταιρεία τόνισε ότι το πρόστιμο βασίζεται σε «τεχνητή ανακατασκευή γεγονότων» που παραβλέπει την πραγματική λειτουργία της αγοράς και τους νόμιμους επικοινωνιακούς δεσμούς μεταξύ των φορέων. Σύμφωνα με την Eni, οι αποφάσεις για την τιμή του βιολογικού συστατικού αφορούσαν νόμιμες υποχρεώσεις και επηρέασαν μόνο ελάχιστα την τελική τιμή καυσίμου για τον καταναλωτή, προσθέτοντας ότι η δημοσίευση των τιμών στο ειδικό έντυπο ήταν ήδη γνωστή στην αγορά και δεν μπορούσε να επηρεάσει τον ανταγωνισμό.
Η εταιρεία υπογράμμισε επίσης ότι οι αυξήσεις ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα των κανονιστικών απαιτήσεων και όχι στρατηγικής συνεννόησης, ενώ η απόφαση της AGCM θα μπορούσε να αποθαρρύνει την αποδοτικότητα και την καινοτομία σε έναν στρατηγικό τομέα για την ιταλική οικονομία.
Η AGCM, από την πλευρά της, αναφέρει ότι οι εμπλεκόμενες εταιρείες συντονίστηκαν όχι μόνο για τον καθορισμό των τιμών, αλλά και για να διατηρήσουν περιορισμένο ανταγωνισμό στην αγορά καυσίμων αυτοκινήτων, με στόχο την αυξημένη κερδοφορία σε βάρος των καταναλωτών. Η έρευνα, που ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, βασίστηκε σε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι εταιρείες συχνά συνεργάζονταν με κοινό σκοπό την αύξηση του κόστους του βιολογικού συστατικού.