Μελέτη ΚΕΦΙΜ: Δεκαπέντε χρόνια μετά, το πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων παραμένει πίσω από το 2009
Πηγή Φωτογραφίας: EUROKINISSI/Μελέτη ΚΕΦΙΜ: Δεκαπέντε χρόνια μετά, το πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων παραμένει πίσω από το 2009
Το νέο policy brief του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ), με τίτλο «Πού βρίσκεται το εισόδημα του ελληνικού νοικοκυριού σήμερα σε σχέση με την αρχή της κρίσης το 2009», καταγράφει με σαφήνεια αυτήν την πραγματικότητα: το 2024, το πραγματικό εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών παραμένει 15% χαμηλότερο από τα επίπεδα του 2009 και 5% χαμηλότερο από αυτά του 2004. Με άλλα λόγια, η χώρα έχει ανακτήσει μέρος του χαμένου εδάφους, αλλά δεν έχει επιστρέψει ακόμη στον «κόσμο πριν από την κρίση».
Στη μελέτη, που υπογράφουν οι Νίκος Ρώμπαπας και Κωνσταντίνος Σαραβάκος, εξετάζεται η πορεία του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών από το 2004 έως το 2024, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες που βρέθηκαν στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής κρίσης: Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία, Κύπρος και Πορτογαλία. Η εικόνα είναι αποκαλυπτική: μόνο η Ελλάδα και –οριακά– η Ιταλία δεν έχουν επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα πραγματικού εισοδήματος. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ-27 στο σύνολό της έχει καταγράψει αύξηση πραγματικού εισοδήματος περίπου 22% στην εικοσαετία 2004–2024, ενώ η Ελλάδα εμφανίζει μείωση 5%.
Στο επίκεντρο βρίσκεται η έννοια του «πραγματικού εισοδήματος». Δεν μιλάμε για ονομαστικές αποδοχές αλλά για το πόση αγοραστική δύναμη έχει τελικά το νοικοκυριό, αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός. Με απλά λόγια, το πραγματικό εισόδημα απαντά στο ερώτημα: «Με τα λεφτά που παίρνω, πόσα αγαθά και υπηρεσίες μπορώ να αγοράσω σήμερα σε σχέση με το παρελθόν;». Από αυτή την οπτική, το συμπέρασμα της μελέτης είναι πως, παρότι η ελληνική οικονομία έχει μπει σε τροχιά ανάπτυξης, το βιοτικό επίπεδο δεν έχει ακόμη επιστρέψει εκεί που ήταν πριν την κατάρρευση της περιόδου 2010–2013.
Η ίδια η πορεία των εισοδημάτων μοιάζει με βαθιά χαράδρα και δύσκολη ανάβαση. Την τετραετία 2010–2013, το πραγματικό εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε κατά 34%. Πρόκειται για μια ιστορικών διαστάσεων συρρίκνωση, που δεν συναντάται εύκολα σε ανεπτυγμένη οικονομία σε καιρό ειρήνης. Η ανάκαμψη που ακολούθησε, ειδικά μετά το 2015, είναι εντυπωσιακή σε ρυθμούς, αλλά ξεκινά από ένα εξαιρετικά χαμηλό σημείο. Έτσι, ενώ τα ποσοστά ανόδου είναι μεγάλα, δεν αρκούν ακόμη για να κλείσουν την ψαλίδα σε σχέση με τα επίπεδα του 2009.
Αν συγκρίνουμε το 2024 με ορισμένα κομβικά πολιτικά έτη, η εικόνα αλλάζει γωνία αλλά όχι ουσία. Σε σχέση με το 2012, το πραγματικό εισόδημα έχει αυξηθεί κατά 22,7%. Η Ελλάδα έχει, μάλιστα, καλύτερη επίδοση από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 και εμφανίζεται στην «μεσαία–άνω» ζώνη μεταξύ των χωρών της κρίσης. Σε σχέση με το 2015, η άνοδος φτάνει το 23,5%, μία από τις υψηλότερες αυξήσεις μεταξύ Ελλάδας, Ισπανίας, Ιταλίας, Ιρλανδίας, Κύπρου και Πορτογαλίας. Η εντυπωσιακότερη όμως σύγκριση είναι αυτή με το 2019: εκεί η Ελλάδα καταγράφει αύξηση 14,3% και βρίσκεται στην πρώτη θέση ανάμεσα σε όλες τις χώρες της κρίσης, αφήνοντας πίσω Πορτογαλία, Κύπρο, Ιρλανδία, Ισπανία και Ιταλία.
Η μελέτη όμως επιμένει σε κάτι κρίσιμο: το γεγονός ότι οι επιδόσεις μετά το 2015 και ειδικά μετά το 2019 είναι σχετικά δυναμικές δεν αναιρεί το συνολικό αρνητικό ισοζύγιο από το 2009. Με το 2012, το 2015 ή το 2019 ως έτος αναφοράς, η εικόνα είναι αισιόδοξη, διότι συγκρίνουμε με χρόνια βαθιάς κρίσης. Με το 2009 ως σημείο εκκίνησης, η εικόνα είναι ακόμα ελλειμματική. Ουσιαστικά, η Ελλάδα τρέχει γρήγορα τα τελευταία χρόνια, αλλά προσπαθεί να καλύψει μια τεράστια απόσταση που άνοιξε στην πρώτη φάση της κρίσης.
Η σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της κρίσης φωτίζει ακόμα περισσότερο τις διαφορές στην ταχύτητα και την ανθεκτικότητα της ανάκαμψης. Σε σχέση με το 2009, η Ιρλανδία βρίσκεται πλέον στο +21% πραγματικού εισοδήματος, η Πορτογαλία στο +16%, η Κύπρος στο +14% και η Ισπανία στο +6,5%. Μόνο η Ιταλία παραμένει ελαφρώς κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα, με –0,7%, ενώ η Ελλάδα καταγράφει τη χειρότερη επίδοση με –15%. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ άλλες οικονομίες όχι μόνο έκλεισαν τις απώλειες αλλά κέρδισαν και επιπλέον έδαφος, η Ελλάδα συνεχίζει να κινείται πίσω από τον εαυτό της του 2009.
Σε αυτό το σημείο, το policy brief συνδέει ρητά την εξέλιξη των εισοδημάτων με την παραγωγικότητα της εργασίας. Με βάση και τα ευρήματα της ετήσιας έκθεσης του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας (ΕΣΥΠ) και του ΚΕΠΕ, η βελτίωση της παραγωγικότητας αναδεικνύεται ως ο κρίσιμος παράγοντας για τη μελλοντική άνοδο των εισοδημάτων. Χωρίς αύξηση της παραγωγής ανά εργαζόμενο και ανά ώρα εργασίας, οποιαδήποτε άνοδος μισθών κινδυνεύει να μεταφραστεί σε πληθωρισμό και απώλεια ανταγωνιστικότητας, αντί για πραγματική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Γι’ αυτό και στο δεύτερο μέρος της μελέτης του ΚΕΦΙΜ, που προαναγγέλλεται, θα εξεταστεί ειδικά η πορεία της παραγωγικότητας σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα, ώστε να φανεί αν το έδαφος που κερδίζεται στα εισοδήματα συνοδεύεται και από ουσιαστική ενίσχυση της παραγωγικής βάσης.
Ο πρόεδρος του ΚΕΦΙΜ, Νίκος Ρώμπαπας, συνοψίζει αυτό το δίπολο ανάκαμψης και υστέρησης με μια φράση που αποτυπώνει το κεντρικό μήνυμα της μελέτης. Υπογραμμίζει ότι, παρά τη σημαντική βελτίωση των τελευταίων ετών και την επιτάχυνση από το 2019 και μετά, η Ελλάδα παραμένει ουσιαστικά η μοναδική χώρα της κρίσης που δεν έχει ακόμη ανακτήσει την τεράστια απώλεια εισοδήματος της περιόδου 2010–2013. Για να υπάρξει πραγματική σύγκλιση, σημειώνει, απαιτείται διατηρήσιμη αύξηση της παραγωγικότητας, δυναμική ανάπτυξη και σταθερές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη δημιουργία πλούτου για όλους τους πολίτες.
Το πολιτικό και κοινωνικό διακύβευμα είναι σαφές. Από τη μία πλευρά, υπάρχει ένα αφήγημα ανάκαμψης που βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα: το ελληνικό νοικοκυριό, σε σχέση με τα πιο δύσκολα χρόνια της κρίσης, έχει δει ουσιαστική βελτίωση του πραγματικού εισοδήματός του. Από την άλλη, η σύγκριση με το 2009 και με την πορεία άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών υπενθυμίζει ότι το βιοτικό επίπεδο δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως και ότι η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε διαδικασία σύγκλισης, όχι σε φάση ολοκληρωμένης αποκατάστασης.
Για τα νοικοκυριά, αυτό μεταφράζεται σε μια καθημερινότητα όπου η πίεση στο κόστος ζωής μπορεί να συνυπάρχει με θετικούς μακροοικονομικούς δείκτες. Για τους διαμορφωτές πολιτικής, η μελέτη λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η συζήτηση δεν μπορεί να εξαντλείται στη συγκυριακή διανομή πόρων ή σε αποσπασματικές αυξήσεις μισθών, αλλά οφείλει να εστιάσει σε πολιτικές που αυξάνουν την παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα και την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Δεκαπέντε χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, το ερώτημα δεν είναι μόνο αν «βγήκαμε από τα μνημόνια», αλλά αν το ελληνικό νοικοκυριό έχει ξαναβρεί, σε πραγματικούς όρους, το επίπεδο ζωής που είχε πριν από αυτήν. Η απάντηση της μελέτης του ΚΕΦΙΜ είναι καθαρή: η πορεία βελτίωσης είναι πραγματική, αλλά το κενό με το 2009 παραμένει ανοιχτό. Το αν θα κλείσει, και πόσο γρήγορα, θα κριθεί από την ικανότητα της χώρας να στηρίξει την ανάπτυξη όχι μόνο σε κατανάλωση και επιδοτήσεις, αλλά σε παραγωγικότητα, επενδύσεις και διαρκείς μεταρρυθμίσεις.
Πηγή: Pagenews.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας