Σε τροχιά σύγκλισης με την Ε.Ε. η ελληνική οικονομία
Πηγή Φωτογραφίας: EUROKINISSI
Τόσο το μακροοικονομικό όσο και το δημοσιονομικό σενάριο για την οικονομία δείχνουν ότι η Ελλάδα θα επιταχύνει τη σύγκλισή της με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης την επόμενη τετραετία. Κρίσιμος σταθμός θα είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ώστε η επάνοδος της οικονομίας να είναι ακόμη ομαλότερη και η σύγκλιση ακόμη ταχύτερη.
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας προαναγγέλλει και τη μόνιμη επιστροφή στο καθεστώς του θετικού πληθωρισμού. Μετά από περίπου 8 χρόνια αρνητικού πληθωρισμού, αλλά και βαθιάς ύφεσης της οικονομίας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα πέρασε μια μεγάλη περίοδο αρνητικού πληθωρισμού αλλά και μείωσης των εισοδημάτων. Από το τέλος του 2021, μαζί με την ανάκαμψη τύπου V της οικονομίας με ανάπτυξη που έφτασε το 8,3% αλλά και λόγω της αρχής της ενεργειακής κρίσης, ο πληθωρισμός πέρασε σε θετικό έδαφος. Στο ΠΣΑ 2023-2026 προβλέπεται ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει φέτος στο 4,5%, από 9,7% το 2022 , αλλά θα παραμείνει σε θετικό έδαφος έως το 2026. Συγκεκριμένα, το 2024 θα υποχωρήσει στο 2,4% και θα σταθεροποιηθεί στο 2% το 2025 και το 2026.
Οδηγός οι επενδύσεις
Βάση για τη συνέχιση της ανάπτυξης, για πρώτη φορά μετά από 10ετίες, θα είναι οι επενδύσεις. Οι εγγυήσεις για να γίνει κάτι τέτοιο πραγματικότητα είναι να προχωρήσουν χωρίς σοβαρές καθυστερήσεις ή αστοχίες η αξιοποίηση των περίπου 32,5 δισ. ευρώ που θα πρέπει να απορροφηθούν από τώρα έως το 2026 από το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και των 21 δισ. που θα πρέπει να απορροφηθούν κατά την προγραμματική περίοδο 2021-2027.
Οι προβλέψεις που συνηγορούν στην κατεύθυνση αυτή είναι θετικές. Για το 2023 αναμένεται ότι οι επενδύσεις θα φτάσουν τα 34 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 15% του ΑΕΠ. Μπορεί σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, όπου οι επενδύσεις το 2022 έφτασαν το 22,4% του μέσου ευρωπαϊκού ΑΕΠ, το 15% της Ελλάδας να φαίνεται χαμηλό. Ωστόσο, είχαμε να δούμε τις επενδύσεις σε ποσοστό πάνω από 10% του ΑΕΠ από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η χώρα προετοιμάζονταν να υποδεχθεί τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004.
Εκτός από τις επενδύσεις, την ανάπτυξη αναμένεται να στηρίξουν η ιδιωτική κατανάλωση και με τον τρόπο τους και οι εξαγωγές.
Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται ότι θα αυξάνεται σε μέσα ετήσια βάση κατά περίπου 1,6 % για όλη την περίοδο. Σε αυτό θα βοηθήσει η μείωση της ανεργίας από το 11,8% που αναμένεται να κλείσει στο τέλος του 2023 στο 9,9% που θα φτάσει στο τέλος του 2026. Επίσης , θα βοηθήσει η αύξηση των εισοδημάτων λόγω της ανάπτυξης αλλά και της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα.
Λόγω της ταχείας αύξησης των επενδύσεων και της περιορισμένης παραγωγικής δυνατότητας της οικονομίας, οι εξαγωγές, παρότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται για όλη την 4ετία, θα είναι αρνητικές αφού θα υπολείπονται σε αξία των εισαγωγών.
Μειώσεις φόρων και εισφορών
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας δεν ενσωματώνει τη συνέχιση του προγράμματος μείωσης φόρων και εισφορών που εξαγγέλλεται σταδιακά αυτό τον καιρό στις προεκλογικές ομιλίες του Πρωθυπουργού το οποίο αθροίζεται περίπου στα 10 δισ. ευρώ για το σύνολο της τετραετίας.
Ειδικότερα για το 2023 το Πρόγραμμα Σταθερότητας προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ αλλά ο στόχος για φέτος θα παραμείνει στο 0,7% του ΑΕΠ. Από την επιλογή αυτή προκύπτει ένα ποσό της τάξης του 0,4% του ΑΕΠ (περίπου 880 εκατ. ευρώ) ο οποίος θα διατεθεί σε θετικές παρεμβάσεις σταδιακά από την περίοδο μετά τις εκλογές μέχρι και το τέλος του χρόνου. Σε ό,τι αφορά τα μέτρα που θα πάρει, το οικονομικό επιτελείο κρατά κλειστά τα χαρτιά του. Αρκείται στο να πει ότι να διαπιστωθεί ποια από τα χρήματα αυτά προέρχονται από μόνιμα έσοδα, συνιστούν δηλαδή “δημοσιονομικό χώρο” που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μόνιμα μέτρα και ποια έσοδα είναι έκτακτά και μπορούν να διατεθούν σε μη μόνιμες παρεμβάσεις.
Επιπλέον του ποσού αυτού για το 2023, έχουν εξαγγελθεί μέτρα εκτός των αυξήσεων των συντάξεων και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων στα οποία περιλαμβάνονται στο ανωτέρω αποτέλεσμα επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα ύψους 0,1% του ΑΕΠ (220 εκατ. ευρώ) για το 2024 και 0,3% του ΑΕΠ (700 εκατ. ευρώ) για τα έτη 2025 και 2026, όπως είναι η αύξηση του αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά. Συγκεκριμένα, έχει εξαγγελθεί η μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης κατά 30%, η αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κατά 8%, η σταδιακή μείωση κατά επιπλέον 1% των ασφαλιστικών εισφορών, η αύξηση του επιδόματος μητρότητας στους ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες από τους 4 στους 9 μήνες στο ύψος του κατώτατου μισθού, νέο μόνιμο πρόγραμμα 10.000 νέων θέσεων εργασίας για τους νέους και σειρά άλλων πρωτοβουλιών. Η υλοποίηση των ανωτέρω μέτρων δεν διαταράσσει τον μεσοπρόθεσμο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα στην περιοχή του 2%.
Πρωτογενή πλεονάσματα -χρέος
Όλα αυτά θα γίνουν λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι από το 2024 η ρήτρα συνολικής διαφυγής που ενεργοποιήθηκε με το ξέσπασμα της πανδημίας το 2020, η οποία ήρε όλους τους δημοσιονομικούς κανόνες, αναστέλλεται. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα –όπως και οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.– θα έχουν ανάλογα με τη δημοσιονομική τους κατάσταση υποχρέωση να τηρούν συγκεκριμένους κανόνες.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχει “χτίσει” το ΠΣΑ 2023-2026 θέτοντας ως στόχο την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων τα οποία σε μέσα επίπεδα θα είναι στην περιοχή του 2% με δεδομένη όμως την υλοποίηση των προεκλογικών παροχών της Κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, το ΠΣΑ προβλέπει πλεόνασμα για φέτος 1,1% του ΑΕΠ, 2,1% του ΑΕΠ για το 2024, 2,3% του ΑΕΠ για το 2025 και 2,5% του ΑΕΠ για το 2026.
Ένα δεύτερο στοιχείο του δημοσιονομικού σεναρίου είναι και η μείωση κατά 31,6% του ΑΕΠ, από το 2023 μέχρι και το 2026. Συγκεκριμένα, με σταθερές πολιτικές το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 171,3% του ΑΕΠ το 2022 σε 162,6% του ΑΕΠ το 2023, 150,8% του ΑΕΠ το 2024, 142,6% του ΑΕΠ το 2025 και 135,2% του ΑΕΠ το 2026.
Οι δύο αυτές προβλέψεις για έλλειμμα και χρέος , καλύπτουν ίσως με το παραπάνω τις υποχρεώσεις που θα αναλάβει η χώρα μετά τις εκλογές, εν αναμονή εφαρμογής των νέων δημοσιονομικών κανόνων, οι οποίοι βρίσκονται ακόμη υπό συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι κίνδυνοι
Βεβαίως οι προβλέψεις αυτές που συνιστούν έναν καθαρό διάδρομο για την οικονομία μέχρι και το 2026 υπόκεινται σε πέντε συν έναν κινδύνους, εσωτερικούς και εξωτερικούς, που μπορούν να απειλήσουν την υλοποίησή τους.
1. Ο πρώτος εσωτερικός κίνδυνος είναι οι εκλογές να μη δώσουν μια σταθερή κυβέρνηση με προοπτική 4ετίας. Η αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης και μετά τον δεύτερο κύκλο των εκλογών θα διέγραφε το θετικό σενάριο για την οικονομία και θα ανέβαλε επ’ αόριστον την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
2. Ο δεύτερος μεγαλύτερος κίνδυνος εντός Ελλάδας είναι η νέα κυβέρνηση να αστοχήσει στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων. Μια αποτυχία του ΤΑΑ δεν θα σημάνει μόνο την απώλεια πολύτιμων κοινοτικών πόρων, αλλά και απώλεια ανάπτυξης, αφού οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις που χρηματοδοτεί το Ταμείο Ανάπτυξης θα αυξάνουν σε μέση ετήσια βάση την ανάπτυξη κατά 2%. Επίσης οι μεταρρυθμίσεις που θα υλοποιηθούν μέσα από το πρόγραμμα 2.0 θα αποτελέσουν καταλύτη ανάπτυξης μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας.
3. Ο τρίτος μεγάλος κίνδυνος είναι η στροφή σε μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, χωρίς να υπολογίζεται η υποχρέωση της Ελλάδας για συνεχή παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων και της μείωσης του χρέους.
4. Από το εξωτερικό υπάρχει ακόμη η διπλή πίεση του υψηλού πληθωρισμού σε συνδυασμό με τα υψηλά επιτόκια του ευρώ. Ο κίνδυνος βρίσκεται στην εμμονή του πληθωρισμού ειδικά του δομικού (που αποτελεί τον νέο στόχο της ΕΚΤ) η οποία θα διατηρήσει και τα επιτόκια στα επίπεδα του 3,25%-3,50% για μεγαλύτερο διάστημα, ίσως μέχρι και το τέλος του 2024 ή και αργότερα. Το γεγονός αυτό για την Ελλάδα θα σημάνει οικονομική επιβράδυνση και ίσως μια νέα γενιά κόκκινων δανείων, τα οποία θα προέλθουν από τους δανειολήπτες, οι οποίοι εντάσσονται σήμερα σε προγράμματα που έχουν εκπονήσει οι εμπορικές τράπεζες για έναν χρόνο.
5. Μια ενδεχόμενη τραπεζική κρίση και για την Ευρώπη μπορεί να επηρέαζε έστω και έμμεσα και την Ελλάδα. Παρά τις διαβεβαιώσεις για επαρκή κεφαλαιακή επάρκεια και αυστηρή εποπτεία των δραστηριοτήτων τους, οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιστρέψει μετά από πολλά χρόνια στον διαπραπεζικό δανεισμό έχοντας ανοίγματα σε άλλες τράπεζες της Ε.Ε. Ανάλογα με το είδος, την έκταση και τη χρονική διάρκεια της κρίσης μπορεί να έχουμε δυσάρεστες επιπτώσεις και για την Ελλάδα.
6. Η ενεργειακή κρίση παρά την ύφεση για το τρέχον διάστημα παραμένει παρούσα. Χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας ο κίνδυνος επανόδου είναι ορατός.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας