Η περίπτωση του ΡΚΚ συμπυκνώνει όλες τις αντιφάσεις της πολιτικής της Δύσης. Περιλαμβάνεται στους καταλόγους των τρομοκρατικών οργανώσεων που έχουν συντάξει οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, και έτσι υπάρχει η δυνατότητα να απαγγελθεί η κατηγορία της απολογίας της τρομοκρατίας σε οποιονδήποτε το υποστηρίξει φραστικά. Ωστόσο, την περίοδο 2014-2015, οι Δυτικοί εφοδίασαν το ΡΚΚ με όπλα για να σταματήσει την επίθεση του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και για να υπερασπιστεί τη συριακή πόλη Κομπάνι, με ηρωισμό που χαιρετίστηκε ευρύτατα ανά τον κόσμο (5).
Μπορούμε να συμφωνήσουμε στο γεγονός ότι υπάρχουν «τρομοκρατικές ενέργειες»: είναι εκείνες που στοχεύουν ή πλήττουν κυρίως πολίτες. Αυτή η μέθοδος αγώνα χρησιμοποιήθηκε από πολλά απελευθερωτικά κινήματα, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα, ανάλογα με τις περιστάσεις. Προτού εκφράσουμε την αγανάκτησή μας, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι βρίσκονταν αντιμέτωπα με σύγχρονους στρατούς που διέθεταν αεροπορία, άρματα μάχης και πυραύλους, σε μια εντελώς άνιση μάχη. Και ότι ο καθημερινός τρόμος, αόρατος για τον αποικιοκράτη αλλά συχνά εξοντωτικός, έπληττε επί δεκαετίες τους πληθυσμούς που βρίσκονταν υπό κατοχή, πυροδοτώντας αισθήματα οργής, ματαίωσης και λύσσας.
«Είναι εύκολο να μην παρατηρείς τον τρόμο», σημείωνε ο συγγραφέας Μανές Σπέρμπερ. «Κρύβεται κάτω από την αδιαφορία όσων δεν τους αφορά, δηλαδή της συντριπτικής πλειοψηφίας» (6). Μιλούσε για τον φασιστικό τρόμο στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1930, αλλά ο αποικιακός τρόμος ήταν ακόμα πιο αόρατος για τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων των αποικιοκρατικών χωρών, που εκπλήσσονταν για τη «βαρβαρότητα» με την οποία αντιδρούσαν τα θύματα της αποικιοκρατίας.
Ο νοτιοαφρικανικός αγώνας δεν περιοριζόταν σε έναν καλοπροαίρετο «πασιφισμό»
Η τρομοκρατία δεν κατείχε την ίδια θέση σε όλα τα απελευθερωτικά κινήματα και ορισμένα κατόρθωσαν να περιορίσουν τη χρήση της. Η νοτιοαφρικανική περίπτωση είναι χαρακτηριστική, όσο κι αν ο αγώνας τους δεν περιορίστηκε –όπως πιστεύουν πολλοί Δυτικοί– σε έναν καλοπροαίρετο «πασιφισμό». Το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC) κατέφυγε και αυτό στη βία και, σε ορισμένες πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, στην τρομοκρατία. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήγε τον αγώνα του διευκόλυναν όμως την επιλογή της μετριοπάθειας. Το ANC διέθετε σταθερούς συμμάχους σε διεθνή κλίμακα, ενεργά στρατευμένους στην υποστήριξη του αγώνα του. Μπορούσε να υπολογίζει στην υποστήριξη της ΕΣΣΔ και των συμμάχων της, στην αποφασιστικότητα του Κινήματος των Αδεσμεύτων και σε ένα ισχυρό κίνημα μποϋκοτάζ στη Δύση –που κανείς δεν σκεφτόταν να ποινικοποιήσει και το οποίο κλόνισε το απαρτχάιντ και τα στηρίγματα του νοτιοαφρικανικού καπιταλισμού. Τέλος, η κουβανική στρατιωτική επέμβαση στην Αγκόλα –και κυρίως η μάχη του Κουίτο Κουαναβάλε, όταν ο στρατός του Φιντέλ Κάστρο κατέφερε ένα μοιραίο πλήγμα στην πολεμική μηχανή της Πραιτόρια– αποτέλεσε, σύμφωνα με τον Νέλσον Μαντέλα, «ένα σημείο καμπής στην απελευθέρωση της ηπείρου μας και του λαού μου» (7). Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ήταν εφικτό να αποφευχθεί η προσφυγή στην τρομοκρατία. Αντίθετα, σήμερα, οι Παλαιστίνιοι είναι εκείνοι που έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους, ακόμα και από αρκετές αραβικές κυβερνήσεις, ενώ το Ισραήλ είναι που διαθέτει την άνευ όρων υποστήριξη των Δυτικών. Οι θέσεις τους μάλιστα δεν επηρεάστηκαν ούτε καν από τη συμμετοχή στην κυβέρνηση του Τελ Αβίβ φασιστών υπουργών, υπέρμαχων της «εβραϊκής φυλετικής υπεροχής» (8).
Προκειμένου να κατανοηθούν τα ιδιαίτερα διλήμματα που τέθηκαν στην PLO και στις συνιστώσες της, θα πρέπει να ανατρέξουμε στον παλαιστινιακό αγώνα που ακολούθησε την ισραηλινή κατοχή του 1967. Μετά από μια περίοδο ευφορίας που σημαδεύτηκε από την επέκταση της δράσης των Παλαιστίνιων φενταγίν (μαχητών), αυτοί απελάθηκαν στην Ιορδανία την περίοδο 1970-1971 (9), ενόσω εδραιωνόταν ο έλεγχος των Ισραηλινών στα κατεχόμενα εδάφη. Τότε διακυβευόταν η ίδια η ύπαρξη του παλαιστινιακού αγώνα και μαζί της ακόμα και η παραμικρή ελπίδα απελευθέρωσης. Γίναμε τότε μάρτυρες του πολλαπλασιασμού των βίαιων επιθέσεων σε διεθνές επίπεδο, με τη δημιουργία της οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης, που έγινε γνωστή μετά την ομηρία ενός τμήματος της ισραηλινής αποστολής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972. Όπως εξηγούσε ο Αμπού Ιγιάντ, πρώην υπαρχηγός της PLO, «η οργάνωση ενήργησε υποβοηθητικά προς την αντίσταση, σε μια στιγμή όπου αυτή δεν ήταν σε θέση να αναλάβει πλήρως τα στρατιωτικά και πολιτικά καθήκοντά της. (…) Τα μέλη της οργάνωσης εξέφραζαν με τον καλύτερο τρόπο τα βαθύτατα αισθήματα ματαίωσης και αγανάκτησης που διακατείχαν ολόκληρο τον παλαιστινιακό λαό απέναντι στις σφαγές στην Ιορδανία και στους συνενόχους που τις κατέστησαν εφικτές» (10). Παράλληλα, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP), υπό την ηγεσία του χριστιανού Παλαιστίνιου Ζορζ Χαμπάς, πολλαπλασίαζε τις αεροπειρατείες και οργάνωσε, σε συνεργασία με τον ιαπωνικό Ερυθρό Στρατό, την επίθεση ενάντια στο αεροδρόμιο του Λοντ (Τελ Αβίβ) στις 30 Μαΐου του 1972.
Τι οδήγησε την PLO να σταματήσει τις «επιχειρήσεις στο εξωτερικό»; Καταρχάς, μια αυξανόμενη αναγνώριση από τις χώρες του Κινήματος των Αδεσμεύτων και από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, γεγονός που της επέτρεψε να αποκτήσει μια διεθνή νομιμοποίηση, η οποία εκφράστηκε με την πρόσκληση του Γιασέρ Αραφάτ στον ΟΗΕ το 1974. Άρχισε να εντάσσεται στο διπλωματικό παιχνίδι και άνοιξε τα πρώτα επίσημα γραφεία της στην Ευρώπη, κυρίως στο Παρίσι, το 1974. Η Γαλλία, που προφανώς καταδίκαζε την τρομοκρατία, διαδραμάτισε μείζονα ρόλο προκειμένου να πειστούν οι εταίροι της ότι το κομβικό ζήτημα για την επίλυση της σύγκρουσης ήταν ο τερματισμός της ισραηλινής κατοχής, καθώς και ότι η λύση εξαρτιόταν αφενός από την αναγνώριση του δικαιώματος των Παλαιστινίων στην αυτοδιάθεση και, αφετέρου, από τις διαπραγματεύσεις με την PLO (ευρωπαϊκή διακήρυξη της Βενετίας του 1980). Εκείνη την εποχή, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μεναχέμ Μπέγκιν κατηγορούσε τους Ευρωπαίους ότι ήθελαν να τον υποχρεώσουν να διαπραγματευθεί με την Φατάχ, της οποίας «τα κείμενα ηχούν όπως το Mein Kampf του Χίτλερ». Αυτόν τον παραλληλισμό υιοθετεί εκ νέου ο Νετανιάχου για να στιγματίσει την Χαμάς. Εκείνη η ευρωπαϊκή κίνηση άνοιξε ένα διπλωματικό παράθυρο και έδωσε το έναυσμα για τη δρομολόγηση μιας πολιτικής διαδικασίας. Κατά τη διάρκεια μιας σύντομης περιόδου, οι Παλαιστίνιοι μπόρεσαν να ελπίσουν ότι θα υλοποιούνταν το όνειρο για τη δημιουργία δικού τους κράτους και πόνταραν στην ειρήνη.
Οι μαχητές φώναζαν «Αυτό είναι για τον γιο μου!»
Το ζήτημα δεν είναι να αναλύσουμε ξανά την αποτυχία της ειρηνευτικής διαδικασίας του Όσλο, αναμφίβολα όμως έπαιξε ρόλο στην εκλογική νίκη της Χαμάς το 2006. Εκείνο που τροφοδοτεί επί δεκαετίες τη βία είναι οι καθημερινές συνθήκες ζωής των Παλαιστινίων, η εξάπλωση του εποικισμού, η καταστολή κάθε πολιτικής δραστηριότητας, οι μαζικές φυλακίσεις και η συστηματική καταπάτηση του διεθνούς δικαίου. Είναι άραγε πιο «ήπια» η δράση των Ισραηλινών στη Δυτική Όχθη, όπου η δραστηριότητα της Χαμάς είναι περιορισμένη;
Το Ισραήλ εφαρμόζει το απόφθεγμα ενός Γερμανού ειδήμονα από τα τέλη του 19ου αιώνα: «Το διεθνές δίκαιο μετατρέπεται σε σκόρπιες φράσεις εάν θελήσουμε να εφαρμόσουμε τις αρχές του και στους βάρβαρους λαούς. Προκειμένου να τιμωρήσουμε μια φυλή νέγρων, πρέπει να κάψουμε τα χωριά τους, δεν θα επιτύχουμε τίποτε χωρίς παραδειγματισμό τέτοιου είδους» (11). Αυτός ο τρόμος, συχνά αόρατος για τους Δυτικούς, που συγκινούνται μονάχα όταν πεθαίνουν Ισραηλινοί, είναι η καθημερινή μοίρα των Παλαιστίνιων. Είναι χαραγμένος στη σάρκα τους. Σε ορισμένα βίντεο που κυκλοφόρησαν μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, βλέπουμε μαχητές να φωνάζουν: «Αυτό είναι για τον γιο μου! [που σκοτώσατε]», «Αυτό είναι για τον πατέρα μου! [που σκοτώσατε]» (12).
«Τριακόσιοι Ευρωπαίοι δολοφονήθηκαν, ενώ βιάστηκαν αρκετές γυναίκες, μεταξύ των οποίων και μια ογδοντατετράχρονη. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα πτώματα ακρωτηριάστηκαν. Τα γεννητικά όργανα κόπηκαν και τοποθετήθηκαν στο στόμα, τα γυναικεία στήθη ξεριζώθηκαν και οι στασιαστές ξεσπούσαν με μανία πάνω στα πτώματα, κατακρεουργώντας τα με μαχαιριές.» Έτσι παρουσίαζε τον απολογισμό των γεγονότων της 8ης Μαΐου 1945 στην ανατολική Αλγερία μια γαλλική ανακριτική επιτροπή. Στο Σετίφ, κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης υπέρ της ανεξαρτησίας της χώρας, ένας νεαρός διαδηλωτής σκοτώθηκε από τους αστυνομικούς, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ταραχές και να γίνουν οι σφαγές. Ένα αξιόλογο βιβλίο του Μεχάνα Αμρανί (13) ασχολείται με τις γαλλικές αντιδράσεις απέναντι στα γεγονότα, που αποτέλεσαν προάγγελο της εξέγερσης του 1954 (14).
Πώς όμως μπορεί να εξηγηθεί η «βαρβαρότητα» των αποικιοκρατούμενων πληθυσμών; Ένας αναλυτής έγραφε εκείνη την εποχή ότι «το κάλεσμα για βία έχει ως αποτέλεσμα να ξεπηδήσει από τα βουνά ένα είδος πνεύματος του Κακού, ένας Βέρβερος Κάλιμπαν (15), άγριος και ανελέητος, του οποίου οι κινήσεις μπορούν να σταματήσουν παρά μόνο από μια βία ισχυρότερη από τη δική του. Αυτή είναι η ιστορική και κοινωνική εξήγηση των γεγονότων που ξέσπασαν στο Σετίφ τη μέρα ακριβώς που γιορτάζαμε τη νίκη» (16). Ούτε και η «Le Monde» έμεινε πίσω, παρατηρώντας ότι «οι ταραχές ξέσπασαν σε περιοχές όπου οι γαλλικοί πολιτικοί, σχολικοί και κοινωνικοί θεσμοί είναι λιγότερο ανεπτυγμένοι». Το υπονοούμενο ήταν ότι ακόμα περισσότερη αποικιοκρατία θε επέτρεπε σε αυτούς τους πληθυσμούς να ξεφύγουν από τη «βαρβαρότητά» τους. Μήπως όμως, αντίθετα, η αποικιοκρατία ήταν εκείνη που τους είχε οδηγήσει στη βαρβαρότητα;
Χρειάστηκαν αρκετές δεκαετίες για να αναγνωριστεί η έκταση της καταστολής ενάντια στους αποκαλούμενους «ιθαγενείς» πληθυσμούς μετά την εξέγερση του Σετίφ: δεκάδες χιλιάδες νεκροί, για πολύ καιρό αφανείς, αποσιωπημένοι από την ήσυχη συνείδηση εκείνων που δεν ήθελαν να δουν τις «πολιτισμένες σφαγές» που είχε διαπράξει η Γαλλία.
Alain Gresh
Διευθυντής της διαδικτυακής εφημερίδας Orient XXI, συγγραφέας (μαζί με την Hélène Aldeguer) του Un chant d’amour. Israël-Palestine, une histoire française, Libertalia, Μοντρέιγ, 2023 μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος