«Το σπίτι μου είναι δοσμένο. Εγώ με τον Κυριάκο είμαστε οι πιο large. Σταματάει σε ένα φανάρι και μου λέει “έχω δει τον κύριο τάδε”. Μένει στο σπίτι μαζί με άλλους πέντε άστεγους. Κάνουν τις βόλτες τους, κάνουν παρέα. Έχω τον “γιο” μου που είναι από το Πακιστάν και δεν σκέφτηκε ποτέ να με κλέψει. Και του λέω “πάρτο ρε φίλε να γουστάρεις”. Εγώ μένω στο Καπανδρίτι με τα σκυλιά μου, έχω 22. Μου παίρνουν όλο το μάτι, την κακή ενέργεια, τα πάντα!
Οι γυναίκες με αγαπάνε εμένα, δεν με ζηλεύουν. Επειδή είμαι λίγο “Μήτσος”, έχω την αρνητική μου πλευρά, δεν με ζηλεύουν. Όλες οι γυναίκες έρχονται πάνω μου.
Είμαι 40αρα αλλά όποιος με αγαπήσει θα δει μέσα μου ότι είμαι 12. Ο κολλητός μου ο Αντρέας μου έχει ότι τους ασκώ “χρηματική κακοποίηση”. Δεν θέλω να πληρώνει κανείς. Εγώ πάω και δίνω στον κόσμο που δουλεύει στο μαγαζί. Ντρέπομαι να μην δώσω γιατί έχω περάσει από όλα τα επαγγέλματα. Πέρασε δύσκολα η οικογένειά μου οικονομικά γιατί τις εποχές που έδιναν πολλά δάνεια, ο μπαμπάς έπαιξε στο χρηματιστήριο, δανείστηκε από κάποιους φίλους που δεν ήταν φίλοι και την πάτησε. Ήταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Όλοι είμαστε οι άνθρωποι του μεροκάματου. Ξεχρέωνα τα δάνεια του μπαμπά και έχουν μείνει άλλα δύο. Είναι βαρύ όνομα το Κατσαφάδου αλλά έχω κάνει όλα τα επαγγέλματα, η La vie en Rose έσωσε την οικογένειά μου. Και εμείς το περάσαμε και ακόμα δεν έχουμε ολοκληρώσει τα χρέη του μπαμπά. Είμαστε υγιής επιχείρηση, δεν χρωστάμε πουθενά.
Έκανα πλασιέ, πήγαινα ημερολόγια που πουλούσα στο δρόμο. Σε φροντιστήριο αγγλικών που έκανα εγγραφές έξω. Δούλευα στην ψαραγορά, σερβιτόρα σε ψαροταβέρνα, δασκάλα σκι 7 χρόνια όταν ήμουν φοιτήτρια στο Χημικό. Δεν ήξερα αλλά έμαθα για να γίνω. Όλα τα έκανα για να μην στεναχωρήσω τον πατέρα μου, να του πάρω ένα βάρος».