Η ειρωνεία της βραδιάς έγκειται στο γεγονός ότι τα γλυπτά, που αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα του Παρθενώνα, χρησιμοποιήθηκαν ως ντεκόρ για την προβολή ισχύος και πλούτου. Το Βρετανικό Μουσείο, αρνούμενο να επιστρέψει τα Γλυπτά στην Ελλάδα, επέλεξε να δημιουργήσει ένα simulacrum ενότητας, ένα φαντασιακό θέαμα που δίνει την ψευδαίσθηση της ολοκληρωμένης ιστορίας. Οι καλεσμένοι, κοιτώντας γύρω τους, αντίκριζαν ένα «ολόκληρο Παρθενώνα», ενώ στην πραγματικότητα το άλλο μισό των γλυπτών παραμένει στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Από την ιερότητα στο κιτς
Ο Παρθενώνας είναι σύμβολο κάλλους, ενότητας και μέτρου. Η αποκοπή των γλυπτών από το μνημείο αποτέλεσε ακρωτηριασμό της ιστορικής ακεραιότητας. Η χρήση τους σε gala υψηλής κοινωνικής προβολής συνιστά βεβήλωση του ιερού και μετατροπή της πολιτιστικής μνήμης σε εμπορικό προϊόν. Κιτς δεν είναι απλώς αισθητική κατωτερότητας, αλλά η στιγμή που το μνημείο χάνει την αλήθεια του και γίνεται εργαλείο marketing, vanitas του σύγχρονου κόσμου, όπου η ιστορία πλασάρεται ως prestige και η ληστεία ως διακοσμητικό στοιχείο.
Το δεύτερο τίμημα: Η εμπορευματοποίηση της ιστορίας
Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα αγοράστηκαν τον 19ο αιώνα με αμφιλεγόμενες διαδικασίες, ενώ σήμερα, δύο αιώνες μετά, πληρώνονται ξανά «λύτρα» όχι για την απόκτηση αλλά για την πρόσβαση και το προνόμιο να δειπνήσει κανείς δίπλα τους. Η ίδια η πράξη της εκδήλωσης αναδεικνύει την αντίφαση μεταξύ ισχυρισμών περί ασφάλειας και της πραγματικότητας: σερβιτόροι, ποτήρια σαμπάνιας και τραπεζομάντιλα κυκλοφορούν γύρω από τα μάρμαρα, υπονομεύοντας την ίδια την έννοια της προστασίας.
Η στρατηγική αυτή είναι μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής εμπορευματοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπου τα μνημεία γίνονται assets και fundraising tools. Η αλαζονεία και η αδιαφορία του Βρετανικού Μουσείου δηλώνει ξεκάθαρα:
«Τα Γλυπτά είναι δικά μας», ενώ το αφήγημα της φιλανθρωπίας υποκρύπτει ένα πολιτιστικό αίσχος.
Η ελληνική απάντηση και το νόημα της επανένωσης
Η Ελλάδα αντιδρά κάθε φορά, με δηλώσεις και αναφορές στην UNESCO, υπενθυμίζοντας ότι τα γλυπτά δεν είναι ανεξάρτητα έργα τέχνης, αλλά αναπόσπαστα τμήματα ενός σώματος. Η πραγματική επανένωση δεν θα επιτευχθεί με gala, σαμπάνιες και Instagrammable στιγμές, αλλά μόνο όταν το μνημείο ξαναγίνει ολόκληρο και η ιστορική του αλήθεια αποκατασταθεί. Μέχρι τότε, κάθε Pink Ball αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο στην κωμωδία του κιτς, μια υπενθύμιση ότι η ιστορία και η πολιτιστική μνήμη δεν είναι προς πώληση.
Πηγή: pagenews.gr