Nέα της αγοράς

Η BofA αναμένει ανάπτυξη 1,1% το 2024 και 1,7% το 2025 της ελληνικής οικονομίας

Η BofA αναμένει ανάπτυξη 1,1% το 2024 και 1,7% το 2025 της ελληνικής οικονομίας

Πηγή Φωτογραφίας: Διαδίκτυο,Overweight για επενδύσεις στην Ελλάδα δηλώνει η Bank of America, η οποία συνήθως είναι και από τις πιο μετριοπαθής των αναλυτών, εκτιμώντας ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε τροχιά υπέρβασης του μέσου όρου ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ την περίοδο 2024 – 2025.

Overweight για επενδύσεις στην Ελλάδα δηλώνει η Bank of America

Overweight για επενδύσεις στην Ελλάδα δηλώνει η Bank of America, η οποία συνήθως είναι και από τις πιο μετριοπαθής των αναλυτών, εκτιμώντας ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε τροχιά υπέρβασης του μέσου όρου ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ την περίοδο 2024 – 2025.

Όπως εξηγεί, οι τρεις καταλύτες της στάσης της είναι:

1) η θετική δυναμική για τις κεφαλαιουχικές επενδύσεις, μετά από χρόνια υποεπενδύσεων και εν μέσω πλήρους απορρόφησης κονδυλίων της ΕΕ

ΙΟΒΕ: «Έκρηξη» επενδύσεων στο 11% του ΑΕΠ «βλέπει» για φέτος

2) η πιο μετριοπαθής μετακύλιση της νομισματικής πολιτικής, δεδομένης της ειδικής ανά χώρα δομής του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) και του εγχώριου χρέους, και

3) η δημοσιονομική σύνεση και δέσμευση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Παρόλα αυτά, η BofA δεν αναιρεί πλήρως την επιφυλακτικότητα της, καθώς ορισμένες μακροχρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί. Επίσης, ενώ οι κίνδυνοι ανά χώρα είναι περιορισμένοι, η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς.

Όσον αφορά τα επιτόκια, καθώς τα μακροοικονομικά και τεχνικά θεμελιώδη στοιχεία παραμένουν εποικοδομητικά, πιστεύει ότι το spread των ελληνικών ομολόγων θα παραμείνουν μεταξύ των ισπανικών και των πορτογαλικών, με μια μικρή υποχώρηση κατά 30 μ.β.

Ελλάδα: Υπεραπόδοση στη ζώνη του ευρώ το 2024

Η BofA αναμένει ανάπτυξη 1,1% το 2024 και 1,7% το 2025. Με τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη της ευρωζώνης στο 0,4%/1,1% αντίστοιχα, διατηρεί την άποψη ότι η Ελλάδα θα υπερβεί τον περιφερειακό μέσο όρο εντός του προβλεπόμενου ορίζοντα. Παρόλα αυτά, οι προβλέψεις της παραμένουν κάτω από τη συναίνεση της αγοράς για το 2024/25, στο 1,5% και 2,3% αντίστοιχα.

Μετά από σταθερή ανάπτυξη το α’ εξάμηνο του 23, βασιζόμενη κυρίως στην κατανάλωση και τις καθαρές εξαγωγές (εν μέσω ισχυρής ανάκαμψης στον τουρισμό), η οικονομία παρέμεινε στάσιμη το γ’ τρίμηνο του 2023, εισερχόμενη σε μια φάση θεαματικής δυναμικής ανάπτυξης, εξηγεί η BofA. Για τα επόμενα τρία τρίμηνα, αναμένει ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα χάσει την δυναμική της, καθώς και τη μεγαλύτερη δυναμική κεφαλαίου και εμπορίου, χάρη στην καθυστερημένη επίδραση της σύσφιξης της ΕΚΤ, το δύσκολο εξωτερικό περιβάλλον και στη μέτρια σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό θα συνάδει με τη μέση ανάπτυξη στο 0,2% τριμηνιαία.

Όταν η ΕΚΤ αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια, ο χαμηλότερος πληθωρισμός θα επιτρέψει την ανάκαμψη του πραγματικού εισοδήματος και τη βελτίωση του εξωτερικού περιβάλλοντος, ενώ η ελληνική ανάπτυξη θα πρέπει να επιταχυνθεί εκ νέου το δεύτερο εξάμηνο του 2024 (0,4% τριμηνιαία κατά μέσο όρο).

Βελτιώνεται η εμπιστοσύνη

Η BofA πιστεύει ότι η Ελλάδα έχει χώρο να αξιοποιήσει τη χρηματοδότηση της ΕΕ και να μειώσει το επενδυτικό χάσμα με την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Ως εκ τούτου, η πλήρης απορρόφηση των κονδυλίων της ΕΕ στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης αποτελεί βασική υπόθεση για την άποψη αυτή για τη δυναμική των ελληνικών κεφαλαίων.

Τα αρχικά σχέδια για το Greece 2.0 περιλάμβαναν κεφάλαια της ΕΕ αξίας 30,5 δισ. ευρώ (εκ των οποίων τα 17,8 δισ. ευρώ είναι σε επιχορηγήσεις και τα 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια) με το συνολικό ποσό των κινητοποιημένων πόρων να ανέρχεται σε 57,5 δισ. ευρώ.

Τον Αύγουστο, η Ελλάδα υπέβαλε ένα αναθεωρημένο πρόγραμμα που περιελάμβανε επιπλέον 5 δισ. ευρώ σε δάνεια και 0,8 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις. Καθώς η αναθεώρηση εγκρίθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου, σωρευτικά η χώρα θα πρέπει να επωφεληθεί περίπου 36 δισεκατομμύρια ευρώ από κονδύλια της ΕΕ στο πλαίσιο του NGEU το 2021-2026. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναμενόμενη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα έχει μειωθεί κατά το ήμισυ (στο Σχέδιο Προϋπολογισμού 2024) σε σχέση με το προηγούμενο σχέδιο, λαμβάνοντας υπόψη (σωστά, κατά την άποψη της BofA) ένα μακροοικονομικό περιβάλλον λιγότερο υποστηρικτικό.

Ωστόσο, τα περισσότερα από τα επιτεύγματα μέχρι στιγμής ήταν στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεων, ενώ οι δαπάνες του RRF προχωρούν πιο αργά. Από το συνολικό κονδύλιο των επιχορηγήσεων, οι ταμειακές εισπράξεις από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1,95 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις και 2,8 δισ. ευρώ έχουν μεταφερθεί από το κράτος σε άλλους φορείς της γενικής κυβέρνησης.

Όσον αφορά τα δάνεια, οι εισπράξεις από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 1,3 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις. Αν και η μετάβαση από τις μεταρρυθμίσεις προς τις επενδύσεις θα πρέπει να υποστηρίζει τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, η BofA προειδοποιεί ότι οι καθυστερήσεις υλοποίησης στις πραγματικές δαπάνες τείνουν να είναι υψηλότερες από ό,τι στη φάση της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης/διαδικασίας έγκρισης επιλέξιμων έργων.

Η μετακύλιση της νομισματικής πολιτικής φαίνεται να μετριάζεται στην Ελλάδα

Το 2021, η BofA τόνιζε ότι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα που συνυπολογίστηκε στο Greece 2.0 σε σχέση με το κανάλι χρήσης του δανείου ήταν «περίεργη» (και σε μεγάλο βαθμό για τη χώρα). Ο στόχος της χρήσης δανείων RRF για τη μόχλευση του τραπεζικού δανεισμού και της συγχρηματοδότησης δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν διπλός: αφενός, να επωφεληθούν από τις διαδικασίες ελέγχου των τραπεζών, αφετέρου, για να περιοριστεί το φαινόμενο παραγκωνισμού από το δημόσιο κεφάλαιο.

Δύο χρόνια (και ένα ενεργειακό σοκ και πρόβλημα πληθωρισμού) αργότερα, φαίνεται να υπάρχει ένα άλλο πλεονέκτημα της χρήσης των δανείων RRF της Ελλάδας: μετριασμός της αυστηροποίησης των πιστωτικών όρων που σχετίζονται με τη μετακύλιση της πολιτικής της ΕΚΤ. Οι επενδύσεις σε τομείς προτεραιότητας της οικονομίας (όπως πράσινος και ψηφιακός μετασχηματισμός) χρηματοδοτούνται έως και 50% με κεφάλαια RRF, περίπου κατά 30% από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν και τουλάχιστον 20% από τον επενδυτή.

Αυτή η δομή χρηματοδότησης συμβάλλει στον μετριασμό της μετακύλισης της πολιτικής της ΕΚΤ, εκτιμά η BofA. Αυτό προστίθεται σε δύο παράγοντες στο πλαίσιο των καναλιών μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής:

1) τη σχετικά χαμηλή μόχλευση των ελληνικών νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και

2) την καλύτερη θέση του τραπεζικού τομέα, με έντονη εστίαση στη συνεχή βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων

Συνολικά, προκύπτουν ενδείξεις για έναν πιο μετριασμένο αντίκτυπο στη στενότητα των πιστώσεων στην Ελλάδα έναντι της υπόλοιπης περιοχής όσον αφορά τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων, την διάθεση για πιστώσεις και το κόστος δανεισμού.

Έτσι, αν και το κόστος δανεισμού είναι υψηλό σε απόλυτες τιμές (το εταιρικό επιτόκιο ήταν 6,2% τον Νοέμβριο του 2023), η ανατιμολόγηση που σχετίζεται με τον κύκλο σύσφιξης της ΕΚΤ έχει αποδειχθεί πιο μέτρια από ό,τι στην υπόλοιπη περιοχή.

Η δημοσιονομική σύνεση αναμένεται να παραμείνει

Η πιο εποικοδομητική άποψη ισχύει και για τις ελληνικές δημοσιονομικές προοπτικές, επισημαίνει τέλος η BofA. Ενώ ο συνδυασμός της άμβλυνσης της ανάπτυξης και της υψηλότερης επιβάρυνσης των επιτοκίων περιπλέκει τα δημοσιονομικά ζητήματα, ένα φαινόμενο «χιονοστιβάδας» θα εξακολουθεί να μειώνει τον δείκτη χρέους το 2024/25 (που προκύπτει από την ονομαστική ανάπτυξη που ξεπερνά τα επιτόκια).

Σε αυτήν την εκτίμηση, πρέπει να σημειωθεί και ότι μια αργή μετακύλιση επιτοκίου αντανακλά τη μεγάλη μέση διάρκεια του χρέους (κοντά στα 20 έτη) και τη δομή του ελληνικού δημόσιου χρέους. Επιπλέον, τα τελευταία δημοσιονομικά σχέδια αποκαλύπτουν τη δέσμευση για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2023 και μετά. Αυτό θα πρέπει να εγγυηθεί μια σταθερή πτωτική τροχιά στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ εντός του ορίζοντα πρόβλεψης.

Η BofA αναμένει ότι η αναλογία θα μειωθεί σημαντικά από 172,6% του ΑΕΠ το 2022 σε 161,5% το 2023, 155,2% το 2024 και 152,9% το 2025 (μείωση 54 π.μ. από τα υψηλά του 2020).

Επίσης, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω φέτος, στο 2,1% του ΑΕΠ, βοηθούμενο από την καλύτερη είσπραξη φόρων από τη συνεχιζόμενη μεταρρύθμιση των ηλεκτρονικών πληρωμών. Οι επίσημοι στόχοι για το δημοσιονομικό έλλειμμα ορίζονται στο 2,1% και στο 1% το 2023/24.

Μακροχρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις και κίνδυνοι για τις προοπτικές

Η πιο δυναμική βραχυπρόθεσμη μακροοικονομική εικόνα δεν θα πρέπει να επισκιάζει τις μακροχρόνιες δομικές ευπάθειες, αναφέρει επίσης η BofA. Η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της αποτελεσματικότερης κατανομής των πόρων, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η στροφή προς ένα πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης παραμένουν εκκρεμείς προκλήσεις.

Μεσοπρόθεσμα, αυτά θα οδηγήσουν σε μια προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με το έλλειμμα να είναι πιθανό να παραμείνει από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη και να αφήσει την οικονομία εκτεθειμένη σε εξωτερικούς κινδύνους.

Πηγή: ot.gr//Αλεξάνδρα Τόμπρα

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play

Το σχόλιο σας

Loading Comments