Η σχέση του με την κινηματογραφική μουσική ερμηνεύει εν πολλοίς τον πρωταγωνιστικό ρόλο που της δίνει στην 20λεπτη δημιουργία. «Από μικρός λάτρευα τα σάουντρακ. Αγόραζα δηλαδή από μικρό παιδί βινύλια. Και διαπίστωσα πολύ νωρίς ότι ναι μεν μπορείς να ακούσεις τη μουσική χωρίς να δεις την ταινία, αλλά δεν μπορείς να δεις την ταινία χωρίς να ακούσεις τη μουσική. Επίσης, διαπίστωσα πως όταν ο “γάμος” σκηνοθέτη και μουσικού πετυχαίνει, τα αποτελέσματα είναι μαγικά. Παραδείγματα είναι ο Χίτσκοκ με τον Μπέρναρντ Χέρμαν, ο Σέρτζο Λεόνε με τον Ενιο Μορικόνε, ο Κισλόφσκι με τον Πράισνερ και, βεβαίως, ο Σπίλμπεργκ με τον Τζον Γουίλιαμς, που είναι και ο αγαπημένος μου. Ο σκηνοθέτης τοποθετεί το δάκρυ στο μάτι του θεατή αλλά ο συνθέτης το κάνει να τρέξει». Την πρωτότυπη παρτιτούρα της ταινίας υπογράφει ο Στίβεν Γουόρμπεκ, βραβευμένος με Οσκαρ για τον «Ερωτευμένο Σαίξπηρ». «Η σωστή επιλογή μουσικού ήταν τόσο σημαντική όσο η σωστή επιλογή ηθοποιού» λέει ο Γ. Σιούγας. «Είναι ένας εξαιρετικά θερμός και ανοιχτός άνθρωπος, πραγματικά γενναιόδωρος καλλιτέχνης, μια διάνοια στη μουσική. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε περίπου πέντε μήνες πριν από το γύρισμα, γιατί χρειαζόταν να ηχογραφήσω το κομμάτι της ορχήστρας που βλέπουμε μέσα στο θέατρο». Υστερα προέκυψε η επιλογή του ηθοποιού Τζέισον Γουάτκινς, ήδη βραβευμένου με BAFTA.
«Ηταν ευτύχημα ότι βρήκαμε έναν ηθοποιό που παίζει με το βλέμμα και με το πρόσωπο. Είναι χαμαιλεοντικός, μεγάλος ηθοποιός, εξίσου γενναιόδωρος και θερμός, που χρησιμοποιεί όλο του το σώμα για να πει την ιστορία. Οπως οι ηθοποιοί του βωβού κινηματογράφου, κυρίως ο Τσάρλι Τσάπλιν, του οποίου είμαι μεγάλος θαυμαστής». Τα μεγάλα ονόματα δεν σταματούν εδώ, καθώς αφηγητής στην έναρξη και στο κλείσιμο του φιλμ είναι ο σερ Ιαν Μακ Κέλεν.
«Μάς βοήθησε μέσω του οργανισμού του, ο οποίος χρηματοδοτεί κυρίως θεατρικές παραστάσεις, αλλά εν γένει τη σύγχρονη τέχνη. Διάβασε το σενάριο και τότε τον προσεγγίσαμε με την ιδέα να κάνουμε προβολές της ταινίας με λάιβ ορχήστρα, στο πλαίσιο εκπαιδευτικού προγράμματος για παιδιά. Με την έννοια αυτή, οι μαθητές θα εξοικειώνονταν με την ίδια την ορχήστρα, τα μουσικά όργανα και τη λειτουργία του μαέστρου. Ετσι, ο Μακ Κέλεν συμφώνησε να χρηματοδοτήσει κομμάτι του μπάτζετ. Οταν ολοκλήρωνα το φιλμ, μού ήρθε η ιδέα για ένα σπικάζ ώστε να δίνεται η εντύπωση πως πρόκειται για παραμύθι που αφηγείται ο παππούς στο εγγόνι του. Και η μοναδική φωνή που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η δική του». Από τις χαρακτηριστικές λήψεις προς το φινάλε του φιλμ, όταν ο πρωταγωνιστής μοιράζεται το σοκολατάκι Ποια από τις ταινίες που είδε πρόσφατα έχει αφήσει το βαθύτερο αποτύπωμα μέσα του; «Τα “Παιδιά του Χειμώνα” του Αλεξάντερ Πέιν. Μου άγγιξε την καρδιά και προσωπικά λατρεύω τις ταινίες που μου αγγίζουν την καρδιά. Αλλά είμαι και μεγάλος θαυμαστής του Αλεξάντερ. Αισθάνομαι πολύ κοντά μου την κινηματογραφική γλώσσα του και την οικονομία στα θέματά του».
Ισως επειδή είναι άλλη μια περίπτωση όπου μια κινηματογραφική δημιουργία αφήνει επίτηδες ορισμένα κενά για να τα γεμίσει ο θεατής. «Ναι. Νομίζω ότι η δουλειά των σκηνοθετών είναι να θέτουμε ερωτήσεις. Οχι να δίνουμε απαντήσεις. Αλλιώς γινόμαστε διδακτικοί, που είναι απωθητικό. Προσωπικά αγαπώ πολύ τον φόβο και τη δημιουργική ανασφάλεια. Θεωρώ πως, όταν σταματήσω να φοβάμαι, καλύτερα να πάρω σύνταξη». Το επόμενο στοίχημα για τον Γιώργο Σιούγα μοιάζει με το προηγούμενο: ο σκηνοθέτης ετοιμάζεται να γυρίσει το «The One Νote Μan» ως ταινία μεγάλου μήκους, και πάλι χωρίς διαλόγους. Ας μιλήσει η μουσική!