Nέα της αγοράς

Δύσκολο στοίχημα το “A” από τους οίκους: Τι πρέπει να αλλάξει η κυβέρνηση

Δύσκολο στοίχημα το “A” από τους οίκους: Τι πρέπει να αλλάξει η κυβέρνηση

Πηγή Φωτογραφίας: Eurokinissi (Αρχείου), Γιατί λέει «όχι» στον εφησυχασμό ο Γ. Στουρνάρας μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Κλειδί τώρα οι μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν τη λειτουργία του κράτους και θα ανεβάσουν την ποιότητα των θεσμών.

Γιατί λέει «όχι» στον εφησυχασμό ο Γ. Στουρνάρας μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Κλειδί τώρα οι μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν τη λειτουργία του κράτους και θα ανεβάσουν την ποιότητα των θεσμών.

ΗΕλλάδα μπορεί να κατέκτησε την επενδυτική βαθμίδα, όμως η κούρσα για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας όχι μόνο δεν τελείωσε, αλλά τώρα ο δρόμος γίνεται πιο ανηφορικός. Για να φθάσει η χώρα στο πολυπόθητο “Α” των οίκων αξιολόγησης και να πιάσει τον μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης, αποκομίζοντας ακόμη μεγαλύτερα οφέλη όσον αφορά τη ροή διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, δεν θα είναι αρκετό να βελτιώσει τους οικονομικούς δείκτες, αλλά η κυβέρνηση θα χρειασθεί να αναμετρηθεί με την κακή ποιότητα των θεσμών και της δημόσιας διοίκησης, που βρίσκονται σε επίπεδα αναπτυσσόμενων χωρών και όχι ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης.

Αυτό επισημαίνει επισημαίνει με έμφαση η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, ξεπερνώντας το πανηγυρικό κλίμα που καλλιέργησε η κυβέρνηση για τις αναβαθμίσεις από τους οίκους S&P, Fitch, DBRS και Scope στο χαμηλότερο σκαλοπάτι του investment grade.

Όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας,

  • Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία εν μέσω συσσωρευμένης διεθνούς αβεβαιότητας λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων και των αυξημένων χρηματοπιστωτικών κινδύνων αποτελεί αναμφισβήτητα ένα ορόσημο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
  • Παρ’ όλα αυτά, δεν θα πρέπει να λειτουργήσει εφησυχαστικά, καθώς η διαβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπεται αισθητά της μέσης πιστοληπτικής αξιολόγησης των χωρών της ευρωζώνης.
  • Συνεπώς απαιτείται υπευθυνότητα και συνέχιση της προσπάθειας ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στην ασκούμενη οικονομική πολιτική και να συνεχιστούν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου.
  • Η συνετή δημοσιονομική διαχείριση μέσω της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων θα οδηγήσει στην ταχεία υποχώρηση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, ακόμη και όταν υποχωρήσει ο πληθωρισμός στο επίπεδο του μεσοπρόθεσμου στόχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
  • Παράλληλα, θα πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και να επιταχυνθεί η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων που θα στηρίξουν την αύξηση των επενδύσεων και θα προωθήσουν επίσης την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας, ώστε να ενισχυθούν η παραγωγικότητα και οι ρυθμοί μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.

Οι περιπέτειες με τους οίκους

Μια ματιά στην ιστορική διαδρομή των πιστοληπτικών αξιολογήσεων της Ελλάδας είναι αρκετή για να γίνει κατανοητό ότι η αναβάθμιση στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της επενδυτικής βαθμίδας δεν επαναφέρει τη χώρα στο σημείο όπου βρισκόταν πριν την οικονομική κατάρρευση του 2009 και το πιστωτικό γεγονός με το «κούρεμα» των ομολόγων το 2012. Η χώρα είχε καταφέρει να κατακτήσει το “A”, δηλαδή την κορυφαία κατηγορία βαθμολογίας των οίκων, και να βρίσκεται σε επίπεδο συγκρίσιμο με τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Αυτή την «κανονικότητα» καλείται να κατακτήσει και πάλι, αλλά αυτό δεν θα είναι εύκολο, ούτε θα γίνει γρήγορα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 4 Ιουλίου 1999, εν μέσω ευφορίας για τη χάραξη πορείας προς την είσοδο στη ζώνη του ευρώ, η Ελλάδα είχε για πρώτη φορά κατακτήσει μια βαθμολογία με “A” (A2) από τον οίκο Moody’s, που ιστορικά ήταν ο πιο «γενναιόδωρος» προς τη χώρα μας και σήμερα είναι ο πιο «στρυφνός», ακριβώς επειδή η κατάρρευση του 2009 διέψευσε πανηγυρικά την αισιόδοξη οπτική του για την Ελλάδα. Στις 10 Ιουνίου 2003, η S&P έδωσε στην Ελλάδα την καλύτερη βαθμολογία που πήρε ιστορικά από τον οίκο, το A+.

Μέχρι το 2009, η Ελλάδα είχε καταφέρει να κρατήσει βαθμολογίες της κορυφαίας βαθμίδας, αλλά στη συνέχεια μπήκε στην κατηφόρα των υποβαθμίσεων, όταν έγινε σαφές ότι όχι μόνο είχε τεράστια ελλείμματα και υψηλό χρέος, αλλά επί σειρά ετών τα έκρυβε με πρακτικές δημιουργικής λογιστικής, που αναδείχθηκαν σε πολυσέλιδη έκθεση της Eurostat. Το 2012, με το PSI, που αποτέλεσε μια μερική αθέτηση υποχρεώσεων προς τους πιστωτές, η Ελλάδα έπιασε το χαμηλότερο σημείο στις πιστοληπτικές της αξιολογήσεις, όταν βαθμολογήθηκε με SD (Selective Default – Επιλεκτική Αθέτηση). Από εκείνο το σημείο άρχισε η δύσκολη ανηφορική πορεία, για να φθάσουμε σήμερα στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά με τη χώρα να παραμένει στο “B”, δηλαδή αρκετά χαμηλότερα από το “A+”, που είναι ο μέσος όρος στην ευρωζώνη.

Σημειωτέον ότι, μετά τις τελευταίες αναβαθμίσεις, όλοι οι οίκοι κρατούν «σταθερή» την προοπτική των βαθμολογήσεων, δηλαδή δεν προαναγγέλλουν νέες αναβαθμίσεις μέσα στο επόμενο 12μηνο και περιμένουν να δουν ουσιαστικές βελτιώσεις σε πολλά επίπεδα για να αρχίσει ο επόμενος κύκλος αναβαθμίσεων, δηλαδή πρώτα να αναθεωρηθεί η προοπτική σε θετική και, ακολούθως, να «κινηθεί η βελόνα» της αξιολόγησης σε υψηλότερη βαθμολογία.

Δεν αρκούν οι καλοί οικονομικοί δείκτες…

Η Τράπεζα της Ελλάδος εξηγεί τι ακριβώς χρειάζεται να κάνει η κυβέρνηση για να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τις αξιολογήσεις και να δούμε το πολυπόθητο “A”. Όπως τονίζει, πλέον δεν είναι αρκετό να βελτιωθούν οι οικονομικοί και δημοσιονομικοί δείκτες, αλλά θα πρέπει να παρουσιασθεί ορατή πρόοδος και στους δείκτες Διακυβέρνησης, όπως τους μετρά η Παγκόσμια Τράπεζα. Με απλά λόγια, δεν αρκεί ένα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα και η μείωση του χρέους για να πάμε στο “A”, αλλά χρειάζονται σοβαρές θεσμικές μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις: για παράδειγμα, δεν δικαιολογείται κορυφαία πιστοληπτική αξιολόγηση σε μια χώρα όπου χρειάζονται πέντε χρόνια για μια δικαστική απόφαση, «αλωνίζουν» ανενόχλητη χούλιγκαν ή μένουν χωρίς σοβαρή διερεύνηση υποθέσεις διαφθοράς…

Όπως αναφέρει η ΤτΕ,

  • Η συνέχιση της άσκησης συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και η ενίσχυση των ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας θα συμβάλουν στη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Ενδεικτικά, μία μείωση του χρέους ίση με 30 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (δηλ. από 159% του ΑΕΠ που αναμένεται στο τέλος του 2023, με βάση την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του έτους 2024, σε 129% του ΑΕΠ) θα επέφερε βελτίωση στη βαθμολογία που λαμβάνουν τα δημόσια οικονομικά στο ποσοτικό σκέλος της διαδικασίας των πιστοληπτικών αξιολογήσεων κατά περίπου 1 βαθμίδα. Φυσικά, ο χρόνος κατά τον οποίο θα επιτευχθεί μια τέτοια μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ εξαρτάται τόσο από το γενικότερο μακροοικονομικό περιβάλλον όσο και από την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική.
  • Επίσης, η μείωση της μεταβλητότητας του ΑΕΠ θα επιφέρει αναβάθμιση ίση περίπου με 1,5 βαθμίδα. Ειδικά ως προς το σκέλος της ανθεκτικότητας, θεωρείται πολύ σημαντική η συμβολή των χρηματοδοτικών ροών μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Κατά συνέπεια, εφόσον μειωθεί το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της οικονομίας, η κρατική πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος θα διαμορφωθεί περί το ΒΒΒ+, υπό την προϋπόθεση ότι η διαφορά των τελικών αξιολογήσεων από τις βαθμολογίες, δηλ. το “κενό προσαρμογής”, θα διατηρηθεί στα τρέχοντα επίπεδα.
  • Όμως, αφενός η διαδικασία της οικονομικής προσαρμογής είναι χρονοβόρα και αφετέρου αυτές οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές βελτιώσεις δεν αυξάνουν την ποσοτική συνιστώσα τόσο ώστε η ελληνική οικονομία να κατακτήσει πιστοληπτική αξιολόγηση κοντά στη μέση αξιολόγηση των οικονομιών της ζώνης του ευρώ (Α+). Συνεπώς, απαιτούνται επιπρόσθετες βελτιώσεις σε παραμέτρους όπως οι θεσμικές παράμετροι των πιστοληπτικών αξιολογήσεων, οι οποίες έχουν πολύ σημαντική συμβολή στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, λόγω διάχυσης της ωφέλειας στην οικονομική δραστηριότητα.
  • Συγκεκριμένα, από τις θεσμικές παραμέτρους η πλέον σημαντική είναι η κατάταξη της οικονομίας στους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας. Οι δείκτες αυτοί έχουν πολύ υψηλό συντελεστή στάθμισης στην ποσοτική συνιστώσα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων, ο οποίος φθάνει έως το 20%.
  • Ταυτόχρονα, σε αυτούς τους δείκτες υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης για την ελληνική οικονομία, βάσει των ιστορικών επιδόσεων (βλ. γράφημα).

Πηγή: businessdaily.gr//Νώντας Χαλδούπης

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play

Το σχόλιο σας

Loading Comments